Ο θάνατος κατά τη διδασκαλία των Τριών Ιεραρχών


Του Μιχ. Γ. Τρίτου, Καθηγητού Α.Π.Θ. Π. Κοσμήτορος της Θεολογικής Σχολής


Μέσα σε ένα κλίμα δικαιολογημένου πανηγυρισμού η Ορθόδοξος Εκκλησία και η ελληνική Παιδεία τιμούν σήμερα «Τους Τρεις Μέγιστους Φωστήρας της Τρι-σηλίου Θεότητος», τους οποίους από την αρχή η Ορθόδοξος Ανατολή θεώρησε ως «θεοφθόγγους κήρυκας, την κορυφήν των διδασκάλων».

Οι Μεγάλοι αυτοί Ιεράρχες, που συνδύασαν αρμονικό τον Ελληνισμό με τον Χριστιανισμό, τη θρησκευτική πίστη με την επιστημονική γνώση, την παράδοση με την ανανέωση, την κοινωνική δραστηριότητα με τη δημιουργική μοναξιά, τον «θείο γνόφο» του δόγματος με τη διαύγεια του ήθους, δεν ήταν δυνατόν να μην ασχολη­θούν με το «όντως φοβερότατον του του θανάτου μυστήριον», που αποτελεί την τραγικότερη πτυχή της ανθρώπινης Ιστορίας, την οδυνηρότερη εμπειρία της ζωής, το πιο σταθερό της δεδομένο και την πιο συγκλονιστική οριακή της κατάσταση.


1. Τι είναι ο θάνατος

Για τον ιερό Χρυσόστομο ο θάνατος είναι «της του Θεού σοφίας μέγιστον μυστήριον». Είναι «το πάντων χρέος και τέλος», καθόσον «ου φρίττει Βασιλέα, ουκ Αρχιερέα τιμά, ου κάλλος ελεεί, ου νεότητας φείδεται, ου χρήμασιν εξαγοράζεται, ου λαμβάνει τινός πρόσωπον ουδέ πάλιν αντιπρόσωπον, αλλά πάσιν ίσος επέρχεται ο θάνατος». Πρόκειται για το κατεξοχήν υπαρξιακό γεγονός, που οριοθετεί το υπάρχειν και κάνει τον άνθρωπο κατά τον Heidegger να είναι «ον προς θάνατον».

Ανέκαθεν α άνθρωπος, που συμφύρεται με τη μεταβλητότητα, τη φθορά και την εξαφάνιση, είδε τον θάνατο ως το μεγαλύτερο πρόβλημα της ζωής και έθεσε μαζί με τον υμνωδό το συγκλονιστικό ερώτημα: «Τι το περί ημάς τούτο γέγονε μυστήριον; Πώς παρεδόθημεν τη φθορά και συνεζεύχθημεν τω θανάτω;».

Αυτό το μεγάλο πρόβλημα απασχολεί τον άνθρωπο από την πρώτη, στιγμή, που αποκτά συνείδηση της υπάρξεως του και τον συνοδεύει ως σκέψη μέχρι την τελευ­ταία ώρα της παραμονής του στη ζωή. Να τον αποφύγει είναι αδύνατο. Να μειώσει τη σημασία του παράλογο. Να παρακάμψει την παρουσία του, απραγματοποίητο. Παραμένει πάντα απέναντι μας. Μορφή πελώρια και αδυσώπητη.

Για τους Τρεις Ιεράρχες, οι οποίοι εκφράζουν τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, ο θάνατος χωρίζεται σε πνευματικό, σωματικό και αιώνιο.

Με τον πνευματικό θάνατο, νοείται ο χωρισμός του άνθρωπου ως ψυχοσωμα­τικής ενότητας από το Θεό. Με τον σωματικό δηλώνεται ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, το όποιο ως ζων οργανισμός παύει να υφίσταται βιολογικά. Τέλος δια του αιωνίου θανάτου διδάσκεται η ατελεύτητη μακράν του Θεού και της ενδόξου βασι­λείας του ύπαρξη.

Οι σήμερον τιμώμενοι Πατέρες για τον πνευματικό θάνατο διδάσκουν ότι είναι κατάσταση χωρισμού του άνθρωπου από τον Θεό και συνεχής παραμονή στα σκο­τεινά συνειδησιακά κέντρα της αμαρτίας. Κατά τον Μέγα Βασίλειο «τούτο εστίν το κακόν, η του Θεού αλλοτρίωσις».

Ο σωματικός ή φυσικός θάνατος, όπως ελέχθη, είναι ο τερματισμός των βιο­λογικών λειτουργιών του ανθρώπου. Οι Τρεις Ιεράρχες τον ονομάζουν χωρισμό της ψυχής από του σώματος. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος αποφαίνεται: «Ζωή δε, σώματος τε και ψυχής δέσις, ως θάνατον είναι, των δε την διάστασιν». Ο σωματικός θάνα­τος και η διάλυση του ανθρωπίνου σώματος πρέπει να νοείται κατά τον Ιερό Χρυ­σόστομο όχι ως ατέλεια και καταστροφή του σώματος, άλλα της θνητότητας και φθοράς αυτού ανάλωμα και δαπάνη. «Η διαφθορά αυτή», τονίζει ο Ιερός Πατήρ, «ουκ εστί της ουσίας αναίρεσις, αλλά της θνητότητας δαπάνη και της φθοράς ανάλωμα. Ο γαρ θάνατος ούτος ου το σώμα απόλλυσιν, αλλά την φθοράν δαπανά ως ή γε ουσία μένει μετά πλείονος ανισταμένη της δόξης».

Τέλος ο αιώνιος θάνατος αποτελεί συνέχεια του πνευματικού επί της γης θανάτου, με τη διαφορά ότι έκτος του ότι είναι ατελεύτητος, ο άνθρωπος παγιούμενος στο κακό, δεν έχει καμία δυνατότητα επιστροφής. Κατά τον Ιερό Χρυσόστομο είναι «θάνατος αθάνατος» και διευκρινίζει ότι για τον αιώνιο θάνατο δεν υπάρχει «ουκ ελπίς απαλλαγής- αιωνία γαρ η κόλασις- ου θανάτου προσδοκία- αθάνατος γαρ η τιμωρία, και τα σώματα δε τα κολαζόμενα αθάνατα».

Με τον θάνατο τερματίζεται η ηθική ανάπτυξη του ανθρώπου, αφού αποκλείεται κάθε περαιτέρω εξέλιξη αυτής με δεδομένη την έναρξη της ανταποδόσεως. Όπως παρατηρεί ο Ιερός Χρυσόστομος «ούτος ο καιρός εστί μετανοίας, εκείνος κρίσεως», διότι μόνον «εως μεν αν εν τω βίω τούτω ώμεν τω παρόντι, δυνατόν διαφυγείν την τιμωρίαν μεταβαλομένους», ενώ «όταν εντεύθεν απενεχθώμεν, καν μυριάκις βουληθώμεν, ουδέν περανούμεν πλέον».

Σύμφωνα με τη διδασκαλία των Τριών Ιεραρχών ο θάνατος δεν υπήρχε στο αρχικό σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο, αφού ο Θεός «θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται επ' απωλεία ζώντων». Από την αρχή της δημιουργίας δόθηκε σ' αυτόν η δυνατότητα της αθανασίας, την οποία θα αποκτούσε με την καλή χρήση της ελευθερίας του. Το τραγικό όμως γεγονός της πτώσεως που συνέβη στο λυκαυγές της ανθρώπινης ιστορίας στέρησε τον άνθρωπο από αυτή τη δυνατότητα. Ο άνθρω­πος πέθανε. Έγινε θνητός.

Ο Λόρδος Βύρων στο δραματικό του έργο «Κάιν» φαντάζεται τη γυναίκα του Άβελ, μόλις αντικρίζει το νεκρό σύντροφο της να αναφωνεί έντρομη: «Ο θάνατος ήλθεν εις τον κόσμον»

Η αιτία της ελεύσεως του θανάτου στον κόσμο βρίσκεται στον άνθρωπο και ειδικότερα στην κακή χρήση του αυτεξουσίου του. Όπως τονίζει ο ουρανοβάμων Παύλος «Δι' ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν». Επομένως, ο άνθρωπος με την αυτονόμηση του από το πρότυπο του οποίου εικόνα πλάστηκε να είναι, έχασε την αρχική φύση του και οντολογικά έγινε διάφορη εκείνης. Δηλ. ελλιπής άνθρωπος, φέροντας μέσα του τη φθορά.

Ο θάνατος, και κατά τις τρεις μορφές αυτού, είναι αναγκαίο επακόλουθο της από το Θεό ως αυτοζωής και πηγής κάθε ζωής αποστασίας του ανθρώπου. Εφόσον ο Θεός είναι ζωή, εκείνος που αποστρέφεται το Θεό χάνει τη ζωή και εκπίπτει στον θάνατο. «Ζωή γαρ ο Θεός- στέρησις δε της ζωής θάνατος» τονίζει ο ουρανοφάντωρ της Καππαδοκίας Βασίλειος και συνεχίζει: «Ούτως ουχί ο Θεός έκτισε θάνατον, αλλ' ημείς εαυτοίς εκ πονηρός γνώμης επεσπασάμεθα».

Η απόπειρα αύτη υπερβάσεως των ορίων του ανθρώπου για επίτευξη αυτονο­μίας και ανεξαρτησίας από τον Θεό είναι η πρώτη αθεϊστική πράξη της ανθρωπότητας. Συνέπεια αυτής της αυτονομήσεως είναι κατά τους Τρεις τιμωμένους σήμερα Πατέρες η αμαύρωση του μη απολεσθέντος «κατ' εικόνα», η άρση της δυνατότητας επιτεύξεως του «καθ' ομοίωσιν» και τέλος ο θάνατος. Όπως παρατηρεί ο Μέγας Βασίλειος η αδαμιαία πτώση επέφερε «αγαθών έκπτωσιν, Θεού αλλοτρίωσιν, θεσμών σύγχυσιν, και ανατροπήν πάντων ομού των κατά τον βίον καλών». Στις συνέπειες αυτές προστίθενται η φθορά και η αναστάτωση όλης της κτίσεως, η οποία «συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νύν».

Για τον Ιερό Χρυσόστομο ο θάνατος «συμφερόντως ωκονομήθη», αφού ως τίμημα της αμαρτίας είναι ένδειξη θείας φιλανθρωπίας. Ο Θεός επέτρεψε τον θάνα­το για να μη γίνει το κακό αθάνατο, σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Και καταλήγει: «Και γίνεται φιλανθρωπία η τιμωρία. Ούτω γαρ εγώ πείθομαι κολάζειν τον Θεόν». Στην ίδια θεολογική γραμμή της εκκλησιαστικής παραδόσεως κινούνται και οι δύο άλλοι Ιεράρχες. Ο Μέγας Βασίλειος τονίζει ότι ο Θεός επέτρεψε τον θάνα­το «ίνα μη αθάνατον ημίν την αρρωστίαν διατήρηση». Ο δε Ιωάννης ο Χρυσόστο­μος παρατηρεί: «Ει γαρ και εξ αμαρτίας ο θάνατος εισενήνεκται, αλλ' όμως εις ευεργεσίαν ημών αυτώ ο Θεός εχρήσατο».

Επομένως ο θάνατος ούτε φυσική ατέλεια είναι ούτε μεταφυσικό αδιέξοδο. Αλλά είναι «τα οψώνια της αμαρτίας» και η οδυνηρή συνέπεια της παραμορφωμέ­νης σχέσεως του άνθρωπου με το Θεό.


2. Η στάση απέναντι στοθάνατο

Ο άνθρωπος το πρόβλημα του θανάτου το αντιμετώπισε και το αντιμετωπίζει με δύο τρόπους· τον μηδενιστικό η υλιστικό και τον αναστάσιμο η εσχατολογικό.

Ο πρώτος είναι η φυσιολογική συνέπεια της μηδενιστικής θεωρήσεως της ζωής, της ελλείψεως νοήματος για την ύπαρξη και της πεποιθήσεως ότι ο θάνατος είναι η κανονική και φυσική μοίρα του ανθρώπου. Εγκλωβισμένη η μηδενιστική αυτή θεώρηση στα στενά και ασφυκτικά χωροχρονικά πλαίσια του παρόντος και στερημένη του τηλεσκοπίου της πίστεως με την οποία γίνεται «πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» βλέπει τον θάνατο ως μια κατάσταση φυσική, ως μια ματαίωση του σκοπού της ανθρώπινης ζωής και ως μια τραγική παρέκκλιση από τον αληθινό της προορι­σμό. Στο όνομα της ενθαδικότητας απορρίπτει κάθε πιθανότητα αιωνιότητας και με αυτόν τον τρόπο περιορίζει de facto τον άνθρωπο σε τυχαία, παροδική και εφήμερη ύπαρξη. Και επειδή δεν μπορεί να ανατρέψει αυτή την αδυσώπητη πραγματικότητα ζει ανεξάρτητα από αυτή. Έχει ως σύνθημα το «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν», στη δε πλάκα του τάφου του γράφει: «Δεν πιστεύω τίποτε - δεν ελπίζω τίποτε - είμαι λέφτερος».

Οι άνθρωποι με αυτό το πνεύμα ζουν ως «ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν τω κόσμω», αλλά σε στιγμές ειλικρινούς αυτοσυνειδησίας και φιλοσοφικής θεωρήσε­ως της ζωής αναφωνούν μελαγχολικά όπως ό Ιούλιος Σιμόν: «Γεννήθηκα με την αγνοία. Έζησα με την αμφιβολία. Πεθαίνω με την αβεβαιότητα. Ω υπέρτατο ον, λυπήσου με».

Είναι μάλλον επιπόλαιο να σκεπτόμεθα για τη ζωή και το θάνατο του ανθρώ­που, όπως κάνουμε και για τους λοιπούς οργανισμούς, γιατί η ανθρώπινη ύπαρξη έχει και άλλες διαστάσεις βάθους που τις ζούμε, αν και δεν μπορούμε να τις αναλύσουμε λογικά. Ο άνθρωπος έχει οντολογικές διαστάσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τη σωματική σφαίρα. Η ύπαρξη του πόθου για πληρότητα ζωής στον εσώτατο πυρήνα της ανθρώπινης προσωπικότητας σημαίνει την ύπαρξη αντιστοίχου πραγματικότητος ικανοποιήσεως αυτού του πόθου, κάτι που συνιστά τη μοναδικότητα του ανθρωπίνου όντος. Οι Τρεις Ιεράρχες αρνούνται να περιορίσουν τον άνθρωπο στα εξωτερικά του μέτρα, να τον δουν σαν ένα επεισόδιο στη διαδρομή του κόσμου. Σκοπός του είναι κατά τον Γρηγόριο Θεολόγο «Θεώ συγγενέσθω και τω ακραιφνεστάτω φωτί κραθήναι, καθόσον εφικτόν ανθρωπινή φύσει».

Η προσπάθεια επιστρατεύσεως της επιστήμης για την άρνηση της μεταφυσικής πραγματικότητας δεν έχει κανένα επιστημονικό έρεισμα, γιατί κανένας δεν έχει το δικαίωμα να αναμιγνύει την επιστήμη σε χώρους όπου βρίσκονται τα μεγάλα μεταφυσικά ζητήματα και να χρησιμοποιεί το όνομα και το κύρος της για τη στήριξη της πολεμικής εναντίον του υπερφυσικού στοιχείου. Όταν συμβαίνει αυτό σημαίνει υπέρβαση αρμοδιοτήτων και πτώση στο λογικό σφάλμα της μεταβάσεως σε έτερο γένος.

Ο χωρίς μεταφυσική προοπτική άνθρωπος νοιώθει να τον περισφίγγουν τα τείχη της περατότητας του είναι του. Στερείται ενός ασφαλούς βάθρου ζωής και αφή­νει την ψυχή του ανικανοποίητη στις πιο βαθιές μεταφυσικές απαιτήσεις και ανάγκες του. Η ζωή αποκτά αρνητικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη εμφανίζεται γυμνή και αδύναμη γεμάτη αντιφάσεις και ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται σε όλο το βάθος της αδυναμίας, της μοναξιάς και της εγκατάλειψης. «Ο ουν απολέσας την προς τον Θεόν ομοιότη­τα απώλεσε την προς την ζωήν οικειότητα» γράφει με λακωνική πειστικότητα ο Μέγας Βασίλειος.

Μακριά από τη φωτοχυσία της Αναστάσεως, ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε παρά
μια κίνηση από το μηδέν στο πουθενά και η ζωή καταντάει να μην είναι τίποτε άλλο,
παρά ένα μάθημα πως να πεθαίνουμε σύμφωνα με το φιλοσοφικό ορισμό περί ζωής
του Σωκράτη. Ο ποιητής Jean Paul βλέπει έξω από την Ανάσταση να κυριαρχεί «το
αμέτρητο άδειο», «το απλανές και άλαλο μηδέν», «ή παγερή και αιώνια ανάγκη», «το θυελλώδες χάος·».

Τα γνωρίσματα του εγκλωβισμένου στα στενά χωροχρονικά πλαίσια του παρόντος ανθρώπου, περιγράφει με ρεαλισμό και προσγειωμένη αντίληψη η φιλοσοφία του υπαρξισμού, η οποία απεικονίζει την τραγική κατάσταση του άνθρωπου που ζει και κινείται έξω από τη θαλπωρή της Αναστάσεως. Τα γνωρίσματα αυτά είναι: Η σκληρότητα του υπεράνθρωπου του Νίτσε. Η βασανιστική μέριμνα, που περιγράφει ο Χάϊτεγκερ. Το αίσθημα του απολύτου κορεσμού, η πλήξη και η ναυτία, όπως τα περιγράφει ο Σάρτρ. Οι οριακές καταστάσεις του Γιάσπερς, πόνος, ενοχή, θάνατος. Η αγωνία, το άγχος, η αμφιβολία και ο τρόμος κατά τον Κίρκεγκαρτ, αλλά και η φθορά από την οποία ο Μπερντιάεφ καλεί την ανθρώπινη ύπαρξη να ελευθερωθεί.

Ο δεύτερος τρόπος αντιμετωπίσεως του θανάτου είναι αυτός που μας υποδεικνύουν οι σήμερον τιμώμενοι άγιοι. Η υπέρβαση και απομυθοποίηση του υπό το φως της Αναστάσεως του Χρίστου.

Αφού, λοιπόν, αιτία του θανάτου υπήρξε η αμαρτία, ο θάνατος υπερνικάται όταν κτυπηθεί η αμαρτία και η νίκη κατά της αμαρτίας και του θανάτου κερδήθηκε με το Σταυρό και την Ανάσταση του Χρίστου. Όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος «επειδή γάρ δι ανθρώπου ο θάνατος, και δι' ανθρώπου ανάστασις νεκρών ώσπερ γαρ εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκουσιν, ούτως και εν τω Χριστώ πάντες ζωοποιηθήσονται».

Ο Ιησούς Χρίστος με το σταυρικό του θάνατο και την εκ νεκρών ανάσταση του συνέτριψε κυριολεκτικά το κράτος του θανάτου και αποκατέστησε την μεταξύ Θεού και ανθρώπου κοινωνία. Κατά τον Ιερό Χρυσόστομο «ο του Κυρίου θάνατος τον θάνατον εθανάτωσεν» Η ενωμένη υποστατικά ψυχή του Χρίστου με τη θεία αυτού φύση, κατέρχεται στον Άδη για να κηρύξει στους εκεί καθεύδοντας το ευαγγέλιο της σωτηρίας. Μπροστά στην απειροδύναμη παρουσία του ο Άδης πικραίνε­ται, έχοντας στα σπλάχνα του «βροτόν τεθεωμένον, κατάστικτον τοις μώλωψι και πανσθενουργόν». Με την κάθοδο του στον Άδη, που είναι η δυναμική φανέρωση της ζωής, ο Χριστός κατήργησε τον θάνατο «απαθανατίζων το πρόσλημμα» σε μια μοναδική στο είδος της παραφορά αγάπης. Γι' αυτό η Εκκλησία στον όρθρο του Πάσχα, που είναι η πιο προσιτή φανέρωση της χαράς και της βεβαιότητας της σωτη­ρίας, ψάλλει: «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής την αιωνίου απαρχήν». Και ο Ιερός Χρυσόστομος στον κατηχητικό του λόγο, τη σωτήρια και φωταυγή νύχτα του Πάσχα, διακηρύσσει: «Που σου, θάνατε, το κέντρον, που σου Άδη το νίκος; Ανέστη Χριστός και συ καταβέβλησαι. Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς εν τοις μνήμασιν. Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται». Ο Μέγας Βασίλειος, απευθυνόμενος σε πατέρα που έχασε το γιό του, τονίζει: «Ουκ απεστερήθημεν του παιδός, άλλ' απεδώκαμεν τω χρήσαντι, ουδέ ηφανίσθη αυτού η ζωή, αλλ' επί το βέλτιον διημείφθη, ου γη κατέκρυψεν τον αγαπητόν ημών, αλλ' ουρανός υπεδέξατο».

Ο άνθρωπος που θα οικειοποιηθεί δια των μυστηρίων της Εκκλησίας τα δώρα του Σταυρού και της Αναστάσεως γίνεται «θείας φύσεως κοινωνός» και βιώνει την εσχατολογική πραγματικότητα ως παρούσα. Το άγιο βάπτισμα μας εισάγει στην Εκκλησία και μας καθίστα μέλη του σώματος του Χρίστου. Το άγιο Χρίσμα μας δίδει τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος και η Θεία Κοινωνία μας χορηγεί το Σώμα και το Αίμα του Χριστού για να ζήσουμε. Σε κάθε θεία λειτουργία ζούμε συνειδητά το Πάσχα· αυτό το εκπληκτικό πέρασμα σε μια άλλη πραγματικότητα. Κάθε θεία λειτουργία μεταφέρει στο «σήμερον» το Πάσχα του Κυρίου, αφού είναι ένα διαρκές Πάσχα και κάθε Θεία Κοινωνία είναι η ανάσταση του ανθρώπου που μετέχει σ' αυτήν. Έτσι ο θάνατος χάνει την τραγικότητα του και απομυθοποιείται. Για τον Ιερό Χρυσόστομο είναι πλέον ο θάνατος «αποδημία πρόσκαιρος, ύπνος μακρύτερος του συνήθους» για να συμπληρώσει και ο Μέγας Βασίλειος «Ύπνος γαρ τοις δικαίοις ο θάνατος. Μάλλον δε προς κρείτονα ζωήν εκδημία». Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, αναφερόμενος στον αποθανόντα αδελφό του Καισάριο, λέγει: «Αναμένω την του αρχαγγέλου φωνήν, την εσχάτην σάλπιγγα ...τότε Καισάριον αυτόν όψομαι, μηκέτι εκδημούντα, μηκέτι φερόμενον, μηκέτι πενθούμενον, μηκέτι ελεούμενον, λαμπρόν, ένδοξον, υψηλόν». Για να θυμηθούμε και τον Μεγάλο Διδάχο του Γένους πατρο-Κοσμά τον Αιτωλό, ο όποιος με απλοϊκό τρόπο τόνιζε: «Ο ύπνος τι είναι; Μικρός θάνατος. Και ο θάνατος τι είναι; Μεγάλος ύπνος».


3. Το μαρτύριο ως υπέρβαση του θανάτου.

Η πληρότητα της αναστάσιμης χαράς για την κατάργηση του θανάτου είναι ζωντανή στη ζωή της Εκκλησίας. Αυτή επιτυγχάνει την ηθική μεταβολή των Απο­στόλων, οι όποιοι γίνονται κήρυκες της Αναστάσεως. Αύτη κάνει τους μάρτυρες να απομυθοποιούν τον θάνατο και να επιθυμούν «το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι». Αύτη κάνει τον Στέφανο να βαδίζει ατρόμητος στο μαρτύριο και να λέγει «Ιδού θεωρώ τους ουρανούς ανεωγμένους και τον Υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών εστώτα του Θεού». Αύτη ενθαρρύνει τους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες να μένουν γυμνοί και να γίνονται κρύσταλλα στην παγωμένη λίμνη της Σεβαστείας και να αναφωνούν το πανευφρόσυνο: «Δριμύς ο Χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος αλγεινή η πήξις, αλλ' ηδεία η ανάπαυσις. Μικρόν αναμείνωμεν, και ο κόλπος ημάς θάλψει του Πατριάρχου. Μιας νυκτός όλον αιώνα ανταλλαξώμεθα».

Πρόκειται για μια δυναμική εμπειρία που δεν περιορίζεται στην αυτοσυνειδησία της χρονικής περατότητας της υπάρξεως, αλλά είναι ένας τρόπος ζωής και αναφέρεται στη νίψη και την εγρήγορση της ελευθερίας και της ευθύνης προς πραγματοποί­ηση του αυθεντικού προορισμού του άνθρωπου.

Οι μάρτυρες βιώνουν την εσχατολογία μέσα στην ιστορία. Ελευθερώνονται από το θάνατο και μετέχουν στη νίκη της Αναστάσεως. Το μαρτύριο τους είναι κατά τον Ιερό Χρυσόστομο «συμμόρφωσις τω θανάτω του Χρίστου». Δεν πρόκειται για ένα Memento Mori, αλλά για χριστοκεντρίκο ρεαλισμό. Όπως παρατηρεί πάλιν ο Χρυσόστομος «Μαρτύρων θάνατος πιστών εστί παράκλησις, Εκκλησιών παρρησία, χριστιανισμού σύστασις, θανάτου κατάλυσις, αναστάσεως απόδειξις, δαιμόνων γέλως, διαβόλου κατηγορία, φιλοσοφίας διδασκαλία».

Η αφοβία των μαρτύρων μπροστά στο θάνατο είναι αποτέλεσμα της θερμής πίστεως στην Ανάσταση του Χρίστου. Στην περίπτωση τους έχουν πλήρη εφαρμογή τα παύλεια χωρία- «Του γνώναι Αυτόν και την δύναμιν της Αναστάσεως Αυτού» και «υμίν εχαρίσθη το υπέρ Χρίστου, ου μόνον το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πασχείν». Οι μάρτυρες είναι οι ώριμοι καρποί της Αναστάσεως. Τα φαινόμε­να της αφοβίας μπροστά στο θάνατο, της προσευχής υπέρ των διωκτών και της προς τους δημίους παροχής συγνώμης, ενώ για τους ανθρώπους του κόσμου τούτου είναι παραλογισμός, για τα μέτρα της πίστεως είναι φυσική κατάσταση. Σχολιάζοντας αυτά τα περιστατικά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει: «Ταύτα δε πάσαν υπερβαίνει φύσιν και πάσαν πραγμάτων ακολουθίαν, ίνα μάθης ότι της του Θεού χάριτος εστί τα κατορθούμενα». Πρέπει να σημειωθεί ότι το αναστάσιμο ήθος των μαρτύρων δεν ενίσχυε μόνον την πίστη των χριστιανών, αλλά είλκυε στη χριστιανική αλήθεια, ακόμη και στο μαρτύριο, πολλούς πρώην διώκτες και δημίους.


4. Η μνήμη του θανάτου

Για τους Τρεις Ιεράρχες βαρύνουσα σημασία για την πνευματική ζωή των ανθρώπων έχει η μνήμη του θανάτου. Αποτελεί το ασφαλέστερο κριτήριο με το οποίο μπορούν να ελεγχθούν τα εγκόσμια πράγματα. Ο χριστιανός οφείλει να έχει διαρκώς μπροστά του την έξοδό του από τον παρόντα κόσμο. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος συχνά επαναλαμβάνει το λόγο του Πλάτωνα ότι η παρούσα ζωή πρέπει να είναι «μελέτη θανάτου». Τον φίλο του Φιλάγριο τον συμβουλεύει να ζει «αντί του παρόντος τω μέλλοντι, θανάτου μελέτην τον τήδε βίον ποιούμενον».

Η μνήμη θανάτου κατά τους Τρεις Ιεράρχες δεν αποτελεί αρνητική, αλλά θετική ενέργεια, που οδηγεί τον άνθρωπο σε εγρήγορση και σωφρονισμό. Έχει μεγάλη αφυπνιστική δύναμη και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για μια γνήσια πνευματική ζωή. Δείχνει το μάταιο των περισσοτέρων εγκόσμιων επιδιώξεων του ανθρώπου. Βοηθάει αποφασιστικά στον αγώνα κατά του πειρασμού και της αμαρτίας. Αξιολογεί τα πράγματα του παρόντος και τα αξιοποιεί ιεραρχικά με κριτήρια αιωνιό­τητας.

Η μνήμη θανάτου απομακρύνει την αμαρτία και προσανατολίζει σωστά τη ζωή.
Κατά τον Μέγα Βασίλειο ο έχων μνήμην θανάτου «ή ουδέν παντελώς ή ελάχιστα
αμαρτήσεται», αφού η ζωηρά «προσδοκία των απειλουμένων ουδένα καιρόν δώσει
τοις τοιούτοις ο σύνοικος φόβος εις αβουλήτους πράξεις ή ενθυμήσεις, εκπεσείν».
Κατά τον Ιερό Χρυσόστομο γίνεται αφορμή ωφελίμου και σωτηρίου φιλοσοφίας,
αφού «και μετριάζειν και σωφρονεϊν και κατεστάλθαι και πάσης απηλλάχθαι κακίας
και παρών και προσδοκώμενος ο θάνατος αναπείθει».

Η μνήμη του θανάτου δεν αποξενώνει τον πιστό από την πραγματικότητα και τα προβλήματα της ζωής. Αντίθετα τον βοηθάει να στραφεί σωστά προς τη ζωή και τον συνάνθρωπο. Του παρέχει τη δυνατότητα ορθής αξιολογήσεως της πρόσκαιρου αυτής ζωής και αξιολογήσεως της κάτω από το πρίσμα της αιωνιότητας. Όταν ο Κύριος ρωτήθηκε πως είναι δυνατόν να κερδηθεί η αιώνιος ζωή, απάντησε με την παραβολή του Καλού Σαμαρείτη, θέλοντας να δείξει ότι εάν ενδιαφερόμαστε για την αιώνια ζωή, ο δρόμος για την απόκτηση της περνάει από τη φροντίδα για τον άνθρω­πο, τη ζωή και τον κόσμο. Έτσι ο πιστός αξιοποιεί σωστά τη ζωή μέσα στην ελπίδα της αιωνιότητας. Όταν η Εκκλησία μιλάει για το θάνατο δεν το κάνει για να τρομοκρατήσει τους ανθρώπους, άλλα να τους βοηθήσει να τον υπερβούν. Γι' αυτό δεν συντηρεί απελπισία και απόγνωση, αλλά ελευθερία, άνεση, αγάπη και ελπίδα, αλλά και έξοδο από τα περιοριστικά όρια των αισθήσεων και των αισθητών.

Η μνήμη θανάτου γίνεται μνήμη αντιστάσεως, αφού μας αποδεσμεύει από την αγωνία και την ταραχή. «Μηδέν αποδειλιάσητε προς τον θάνατον∙ ου γαρ φθορά εστίν, αλλά ζωής αφορμή» παρατηρεί ο Μέγας Βασίλειος. Και τούτο γιατί η μνήμη θανάτου δεν είναι στραμμένη προς το μηδέν, αλλά προς τον νικητή του θανάτου, για πάντα νικητή του μηδενός και της ανυπαρξίας.

Της ημέρας του θανάτου, αγνώστου υπαρχούσης για τον άνθρωπο, ο πιστός προσπαθεί να είναι πάντα έτοιμος για την ενδεχόμενη έλευσή του. Όπως ωραιότατα παρατηρεί ο Ιερός Χρυσόστομος «ο Θεός την ημέραν ημών της τελευτής άδηλον εποίησε ...ίνα τω της προσδοκίας αδήλω δια παντός εν αρετή κατέχωμεν εαυτούς».

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η βαθειά κρίση πού συγκλονίζει τον άνθρωπο όλων των εποχών οφείλεται κυρίως στην απελπισία που φέρνει στην ψυχή του η βεβαιότητα του θανάτου. Σε έναν τέτοιο κόσμο φθοράς και απογνώσεως οι Τρεις Ιεράρχες μας φέρνουν το μήνυμα υπάρξεως ενός καλυτέρου κόσμου μέσα από τη φθορά και το θάνατο και πέρα από αυτά. Κυρίως μας διαβεβαιώνουν ότι η φθορά και ο θάνατος δεν έχουν τον τελευταίο λόγο στην ύπαρξη μας. Γιατί στο μεταίχμιο ιστο­ρίας και μεταιστορίας βρίσκεται ο νικητής της φθοράς και του θανάτου, ο θεάνθρω­πος Ιησούς, ο Κύριος του κόσμου και της Ιστορίας, που έχει για όλους και για όλα τον τελευταίο λόγο και ενώπιον του οποίου «πάν γόνυ κάμψη επουρανίων και επι­γείων και καταχθόνιων».

Η Ανάσταση του Χρίστου δώρισε στον άνθρωπο αποδέσμευση από το θάνατο, ελευθερία από το φόβο και το άγχος που προκαλεί. «Μηδείς φοβείσθω θάνατον», διακηρύσσει ο Ιερός Χρυσόστομος, «ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνα­τος». Κάτω από την προοπτική της Αναστάσεως, που είναι αλήθεια οντολογικής σημασίας και συνιστά την ουσία και τη δύναμη της χριστιανικής πίστεως, ο άνθρω­πος ελευθερώνεται από τους εφιάλτες της ένοχης, της αμφιβολίας, της αγωνίας και της βασανιστικής μέριμνας· περιβάλλεται το φωτεινό ένδυμα της θείας υιοθεσίας, ακούει τους πασχαλινούς κώδωνες της νέας ζωής∙ γεμίζει ελπίδα και εσωτερική ειρήνη και νικά οριστικά τον πόνο και την οδύνη του θανάτου.

«Όποιος ζει με πασχαλινή πνοή», γράφει σε πασχαλινό μήνυμα του ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και Πάσης Αλβανίας Αναστάσιος, «δονείται από πίστη στη ζωή από τη βεβαιότητα ότι η ζωή είναι πιο δυνατή από τον θάνατο∙ ότι το τέρμα της υπάρξεως του ανθρώπου δεν είναι το σβήσιμο, αλλά η ανάσταση∙ και ότι η ανθρώπινη ζωή κλείνει μέσα της αιωνιότητα και απεραντοσύνη».