Ο Ευαγγελισμός τής Αλάσκας:
Δύσκολα χρόνια στην Ιεραποστολή τής Αλάσκας
Ένας ερημίτης
Tού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου
Πηγή: Ιεραποστολικό βιβλίο τού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου:
"Έως εσχάτου τής γης" σελ. 299-302.
Εν τω μεταξύ η κερδοσκοπία των Ρώσων αποίκων άρχισε να πιέζει φοβερά τους ιθαγενείς. «Οι έμποροι σκέπτονται μόνο το συμφέρον τους και αδικούν πολύ τους φτωχούς Αμερικανούς», έγραφαν με πικρία οι πρώτοι Ιεραπόστολοι.
Από το 1790 ο Σελέχωφ είχε αναθέσει τη διοίκηση των υποκαταστημάτων της «Ρωσοάμερικανικής Εταιρείας» σε κάποιο λοχαγό Μπαρανώφ, άνθρωπο δυναμικό αλλά σκληρό. Στην αρχή, γνωρίζοντας την ευσέβεια του προϊσταμένου του, ήταν αρκετά συγκρατημένος. Όταν όμως, μετά τον Θάνατο του Σελέχωφ (1796), η Εταιρεία κρατικοποιήθηκε και διοικητής της έγινε ο Μπαρανώφ, βαρύ καθεστώς καταπιέσεως άρχισε στη χώρα.
Όπως γράφει ο ιερομόναχος Γεδεών ο οποίος επισκέφθηκε, κατ' εντολήν του Μητροπολίτη του Νοβγορόδ Αμβροσίου, τις ρωσικές κτήσεις, συνοδεύοντας ως πνευματικός μια εξερευνητική αποστολή, οι ιθαγενείς με μαστίγιο στέλνονταν στην εργασία· ακόμα και κάτω από βροχή και καταιγίδες τους ανάγκαζαν να πάνε στη θάλασσα, αδιαφορώντας αν πολλοί πέθαιναν από την παγωνιά, την πείνα και την εξάντληση. «Οι γυναίκες», σημειώνει, «φονεύουν τα παιδιά τους πριν έρθουν στον κόσμο, κάποτε όμως και αφού γεννηθούν, για να τα προφυλάξουν από τα βασανιστήρια της Εταιρείας»[8]. Εκτός όμως από τους Ρώσους, φαίνεται ότι διάφοροι τυχοδιώκτες και από άλλα έθνη επισκέπτονταν τα παράλια της Αλάσκας και αντάλλασσαν οινοπνευματώδη ποτά, φτηνά υφάσματα και στολίδια με δέρματα ή τα αποκτούσαν με τη βία και τα όπλα[9].
Στα χρόνια αυτά τα σκοτεινά (1798-1818), που η καταιγίδα της εκμεταλλεύσεως μάστιζε τη χώρα, φάρος ελπίδας και παρηγοριάς στάθηκε ένας άνθρωπος απλός, ο μοναχός Γερμανός, που απόμεινε από την πρώτη ιεραποστολική ομάδα. Μετά τον θάνατο του αρχηγού της Ιεραποστολής, αποσύρθηκε στο μοναχικό νησί Ελόβυγ, ζώντας «ζωή ταπεινή και εν Θεώ κεκρυμμένη, όπως οι λύχνοι εκείνοι που ο διαβάτης θυμάται να καίνε και να λάμπουν λησμονημένοι σε έρημο παρεκκλήσι»[10]. Δεν έκανε περιοδείες και κηρύγματα, όμως η γεμάτη κόπους και ανυπόκριτη αγάπη αναστροφή του επιδρούσαν βαθιά στους ιθαγενείς. Με τρόπο απλό και εγκάρδιο δίδασκε και παρηγορούσε τους επισκέπτες του.
Συχνά μεσολαβούσε με μητρική στοργή για τους καταπιεζόμενους ιθαγενείς στους αποίκους. «Εγώ, ο ταπεινός υπηρέτης και τροφός των εδώ λαών, σάς τους συνιστώ προσωπικά, και σάς γράφω με ματωμένα δάκρυα την παράκλησή μου γι' αυτούς. Ας μας είσθε πατέρας και προστάτης. Δεν γνωρίζουμε καμιά όμορφη φρασεολογία. Με αδέξια και παιδική γλώσσα σας παρακαλούμε. Στεγνώστε τα δάκρυα των απροστάτευτων ορφανών, δροσίστε τις καρδιές τους που τις κατατρώγει ο πόνος. Δώστε να καταλάβουν τι είναι παρηγοριά».
Όμως η θερμή του φωνή δεν μπορούσε να λιώσει τους πάγους της κερδοσκοπίας που πέτρωναν τις καρδιές των εμπόρων. Λίγο μάλιστα έλειψε να τον διώξουν μακριά, διότι ξεσήκωνε τάχα τους γηγενείς πληθυσμούς εναντίον των Ρώσων (!). Όποιος μελετά την απλή ζωή αυτού του μοναχού, νιώθει συγκίνηση βαθιά εμπρός στην άδολη μητρική του στοργή για τον λαό. Στη διάρκεια μιας επιδημίας περιποιόταν επί ένα μήνα τους αρρώστους. Έθαβε τους νεκρούς, παρηγορούσε τα παιδιά που είχαν χάσει τους γονείς τους. Πάντοτε είχε κοντά του παιδιά ορφανά. Έπαιζε μαζί τους, δίδασκε και ακόμα ετοίμαζε με τα ίδια του τα χέρια κουλούρια για να τους προσφέρει μια μικρή χαρά. Μια νεαρή κυρία, η Σοφία Βλάσοβα, τόσο συγκινήθηκε από τη συνομιλία του με τα παιδιά, ώστε παρέμεινε μαζί του για να τον βοηθά.
Όταν στις 13 Δεκεμβρίου του 1837 ο γέροντας πια ερημίτης (ήταν τότε 81 ετών) άφηνε τον κόσμο αυτό, «οι ιθαγενείς τον έκλαψαν σαν πατέρα και τον τίμησαν σαν Άγιο»[11]. Ήταν μια ζωντανή παρουσία του Θεού ανάμεσά τους, η σεμνή διαμαρτυρία της Εκκλησίας στις βιαιότητες τών εμπόρων, το πειστικότερο κήρυγμα της αξίας και της ουσίας τής εν Χριστώ ζωής.
Μετά το 1821 η αποικία τέθηκε υπό την κυριαρχία του στέμματος και οι αυθαιρεσίες των κερδοσκόπων περιορίσθηκαν. Η ιεραποστολική όμως δραστηριότητα είχε γενικά ατονήσει. Μια πνευματική πολική νύχτα άρχισε ν' απλώνεται στη μακρινή χώρα, που τη φαίδρυναν κάπως οι ανταύγειες των φωτεινών αναμνήσεων των πρώτων Ιεραποστόλων. Η ημέρα ανέτειλε και πάλι ολοφώτεινη με την άφιξη του πατρός Ιωάννη Βενιαμίνωφ.