Ιωάννης Καποδίστριας: Ο ιδρυτής του Ελληνικού Κράτους
Γράφει ο Αντώνιος Η. Τσίχλης, φιλόλογος
Εισαγωγικά
Κατά το 1920 και ενώ η Μικρασιατική εκστρατεία ευρίσκετο σε κρίσιμο σημείο, είχε συγκροτηθεί επιτροπή με σκοπό τον εορτασμό της εκατονταετηρίδος (των 100 ετών) από την Επανάσταση του 1821. Δυστυχώς όμως στις αρχές του 1921 λόγω της τελματώσεως της εκστρατείας και του διαφαινομένου εθνικού ολέθρου ο προγραμματισμός του εορτασμού αναθεωρήθηκε και πραγματοποιήθηκαν μόνο συγκεκριμένες εκδηλώσεις μνήμης και τιμής προς τον Αγώνα της Παλιγγενεσίας. Παρά ταύτα σε όλες τις εκδηλώσεις δεν ακούσθηκε ή γράφηκε η παραμικρή ασέβεια προς το μεγάλο εκείνο ιστορικό γεγονός και τους πρωταγωνιστές του.
Κατ' αναλογίαν προς το 1920 και σήμερα έχει ορίσθεί, εν μέσω οικονομικής- κοινωνικής - εθνικής κρίσεως, επιτροπή, και μάλιστα όχι ευάριθμος, προς ανάδειξη της αξίας και του χαρακτήρος της Επαναστάσεως του 1821 και της καθοριστικής προσφοράς τόσον των ανωνύμων όσον και των επωνύμων πρωταγωνιστών της. Προς μεγάλη μας όμως θλίψη γινόμαστε δέκτες απαξιωτικών ή και προσβλητικών αναφορών εκπροσώπων της ως άνω επιτροπής προς πρόσωπα διαδραματίσαντα καθοριστικό ρόλο για την αίσια έκβαση του Αγώνος και διαθέσαντα προς τον σκοπό αυτό όλην την κινητή και ακίνητη περιουσία τους αλλά και την ίδια τη ζωή τους.
Έτσι με έκπληξη και συνάμα οργή διαβάσαμε να χαρακτηρίζεται από μέλος της επιτροπής ο Ιωάννης Καποδίστριας ως δυνάστης, ως δικτάτορας. Η ύβρις αυτή προς τον "μέγαν άνδρα" αποδεικνύει εμπάθεια, η οποία πηγάζει από την προκατάληψη, η οποία προκατάληψη με τη σειρά της είναι απότοκος της ημιμαθείας.
Αυτού του είδους οι αναφορές δείχνουν ότι, παρ' όλες τις μελέτες που γράφηκαν για τον Ι. Καποδίστρια, παρ' όλες τις τιμές που του επιδαψίλευσε η Ελληνική Πολιτεία που αυτός θεμελίωσε, ο Καποδίστριας δεν έλαβε ακόμη τη θέση που δικαιωματικώς του ανήκει στη συνείδηση του Έθνους. Κι όμως στις δύσκολες μέρες που περνούμε πολλά θα είχαμε να διδαχθούμε, αν στρέφαμε προς αυτόν τη σκέψη μας. Δυστυχώς ο άλογος λόγος των "πεφωτισμένων" της εποχής μας εισδύει στις ψυχές των πολλών ευκολώτερα από τις πικρές προσπάθειες στους διπλωματικούς θαλάμους ή προθαλάμους, στις μυστικές διασκέψεις και στις πολύωρες αγρυπνίες, για να ευρεθούν οι πλέον πρόσφορες λύσεις, όπως έκανε ο Καποδίστριας. Και όσοι, τη στιγμή που δεν είναι υποχρεωμένοι να δίνουν λύσεις, δηλαδή οι ανεύθυνοι και οι "βολεμένοι", προβάλλουν αμέριμνοι το απόλυτο, εισδύουν και αυτοί ευκολώτερα από τις προσπάθειες να ευρεθούν οι αναγκαίοι οικονομικοί πόροι και να κερδηθούν οι πρόσκαιροι αλλά απαραίτητοι ισχυροί της ημέρας, όπως έκανε ο Καποδίστριας.
Δυστυχώς θα χρειασθεί ακόμη αρκετός καιρός, για να καθαρίσει η εικόνα του Καποδίστρια από τις συσσωρευμένες άδικες κρίσεις, την παρανόηση, την ακρισία, τη συκοφαντία. Αυτό από μόνο του δείχνει πως ο Καποδίστριας ήταν ο μεγαλύτερος. Και η αδικία χτυπά πρώτα τους πιο μεγάλους, του ανθρώπους άλλης υφής, μίας υφής λιγώτερο προσιτής στους πολλούς, στους απλοϊκούς αλλά και στους σπουδαρχούντας.
Ήλθεν ο Καποδίστριας ώριμος πολιτικός ανάμεσα σε πρωτάρηδες. Ο άνθρωπος, και δη ο Έλληνας, δύσκολα αναγνωρίζει την υπεροχή του άλλου. Η ανοησία φθάνει μάλιστα κάποτε στο σημείο να θεωρούμε την υπεροχή ως αντιδημοκρατική ανισότητα και την αναγνώριση της υπεροχής του άλλου ως αντιδημοκρατική νοοτροπία. Για την αναγνώριση της υπεροχής του άλλου απαιτείται Ήθος. Είναι δε χαρακτηριστικό πως εκείνοι που στάθηκαν ακλόνητοι υποστηρικτές του Καποδίστρια, αναγνωρίζοντας την υπεροχή του, ήταν δύο άνδρες με το υψηλότερο και καθαρότερο Ήθος της εποχής εκείνης, ο Κανάρης και ο Κολοκοτρώνης.
Όσοι κρίνοντας τον Καποδίστρια αφ' ενός αρνούνται τις ικανότητές του και την προσφορά του και αφ' ετέρου τον μέμφονται ως διακατεχόμενον από αντιδημοκρατική νοοτροπία, ασφαλώς είναι προκατειλημμένοι. Η κρίση τους είναι μονόπλευρη και, το χειρότερο, ευρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου. Αν τον συγκρίνομε αμερόληπτα όχι μόνον με όσους προηγήθηκαν, αλλά και με όσους τον διαδέχθηκαν, τότε γίνεται ολοφάνερο πόσο ανώτερός τους στάθηκε και ως διπλωμάτης και ως πολιτικός.
Ο Καποδίστριας δεν ήλθε στον επαναστατημένο ελληνικό χώρο (δεν λέμε ελληνικό κράτος, διότι ακόμη και το 1827 κράτος ελληνικό δεν υφίστατο) αυτοβούλως διεκδικώντας μερίδιο στην εξουσία και τη διεύθυνση του Αγώνος, όπως έπραξαν πολλοί πολιτικοί και Φαναριώτες (Α. Μαυροκορδάτος, Θ. Νέγρης, Ι. Κωλέττης κ. ά.). Κατά τα έτη 1821-1822 ως εν ενεργεία Υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας στην Πετρούπολη και κατά τα έτη 1822-1827 ως εν αδεία στη Γενεύη Υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας, κατ' ουσίαν ιδιωτεύων, προσέφερε και στη διάσωση και στην εδραίωση της Επαναστάσεως τουλάχιστον εξ ίσου με όσους στα πεδία των μαχών ή αλλαχού αγωνίζονταν για την απελευθέρωση του έθνους.
Η Επανάσταση έως το 1825
Ο Καποδίστριας ήλθε στον επαναστατημένο ελληνικό χώρο κατόπιν επισήμου προσκλήσεως της Γ' Εθνοσυνελεύσεως της Τροιζήνος του 1827. Η απόφαση αυτή ήταν αναγκαστική απόρροια της οικτρής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει η Επανάσταση κατά τα έτη 1826-1827 τόσο στο στρατιωτικό όσο και στο πολιτικό και διπλωματικό πεδίο, όπως συνοπτικώς εκτίθεται στη συνέχεια.
Η πολιτική κρίση που υπέβοσκε από το πρώτο έτος του Αγώνος και είχε οξυνθεί κατά τους τελευταίους μήνες του 1823 εξελίχθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 1824 στον Α' εμφύλιο πόλεμο και κατά τους τελευταίους μήνες του 1824 στο Β' εμφύλιο πόλεμο και την ισχυροποίηση της κυβερνήσεως Κουντουριώτη.
Με την έναρξη του 1825 η κατάσταση στον επαναστατημένο ελληνικό χώρο είναι ελεεινή. Τα χρήματα της πρώτης δόσης του δανείου από την Αγγλία (1824) διασπαθίσθησαν για την εξόντωση των Πελοποννησίων από τους αντιπάλους τους, οι επαρχίες της Πελοποννήσου λεηλατήθηκαν από τους κυβερνητικούς, το ήθος των κατοίκων κατέπεσε, μίσος εχώρισε τους Πελοποννησίους και τους Ρουμελιώτες, παραμελήθηκε η άμυνα και ο εφοδιασμός των κάστρων των παραλίων της ΝΔ Πελοποννήσου, οι ηγέτες των τριών ναυτικών νησιών τρώγονταν μεταξύ τους για την αναλογία των ποσών που θα κατανέμονταν σε αυτούς από τα δάνεια, στις 11 και 12 Φεβρουαρίου 1825 ο Ιμπραήμ αποβίβασε τα πρώτα στρατεύματά του στην Πελοπόννησο, ενώ οι κυριώτεροι στρατιωτικοί και πολιτικοί αρχηγοί της Πελοποννήσου ήταν φυλακισμένοι και δεν βρέθηκαν στις κατάλληλες θέσεις τους, ώστε να ρίξουν στη θάλασσα τον εισβολέα ή τουλάχιστον να του προκαλέσουν σοβαρές απώλειες και να τον περιορίσουν γύρω από τη Μεθώνη, έως ότου συγκεντρωθούν εκεί μεγαλύτερες ελληνικές δυνάμεις.
Οι επιτυχίες του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου από τον Κιουταχή προκαλούν πανικό στους Έλληνες και κινητοποίηση στα τρία ξενικά κόμμματα (Αγγλικό, Γλλικό, Ρωσικό). Το Γαλλικό κόμμα (Κωλέττης) προτείνει ως ηγεμόνα στην Ελλάδα (ποίας Ελλάδος!) τον γάλλο δούκα του Νεμούρ, ενώ με εισήγηση του αγγλικού κόμματος προτάθηκε στην Αγγλία να αναλάβει την προστασία της Ελλάδος και συγχρόνως να επιλέξει τον Λεοπόλδο του Σαξ Κόμπουρκ ως ηγεμόνα της Ελλάδος ("πράξη υποτέλειας", με την οποία η Ελλάδα μετετρέπετο σε αγγλικό προτεκτοράτο).
Μέσα σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές (ήττες στην ξηρά, αδυναμία του στόλου να βλάψει καίρια τον αντίπαλο, εσωτερική πολιτική ανωμαλία) οι Έλληνες είχαν αρχίσει να σκέπτονται ότι έπρεπε να συγκαλέσουν γενική συνέλευση του έθνους για την αντιμετώπιση του κινδύνου. "Πανάκειαν των δεινών της πατρίδος", έγραφε ο Σπ. Τρικούπης, "υπελάμβανον οι πλείστοι των Ελλήνων τας εθνικάς συνελεύσεις των, οι δε ειδημονέστεροι τας εθεώρουν ευσχήμους τρόπους μεταπτώσεως της εξουσίας". Η ιδιοτέλεια, η αντιζηλία και ο φθόνος κυριαρχούσαν ιδίως στην πολιτική ζωή του τόπου, και εξ αιτίας της σπουδαρχίας (αρχομανίας) και των μικροπρεπών αντιζηλιών των πολιτικών είχε ψυχρανθεί ο ενθουσιασμός του λαού. "Η φιλαρχία πολιορκεί τον νουν μας", έγραφε ο Τρικούπης, "φθόνος και εμφύλιον μίσος κατατρώγει τα σπλάγχνα μας, η ιδιοτέλεια οδηγεί τα έργα μας, αι σκευωρίαι και τα διαβούλια είναι η πολιτική μας". Μέσα σε αυτό το κλίμα η ανάγκη για σύγκληση συνελεύσεως ήταν επείγουσα, γιατί ο μεγάλος κίνδυνος επέβαλλε την τροποποίηση του πολιτεύματος και τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια λίγων ή και ενός, μίας αρχής που θα είχε τη δύναμη και το κύρος να συνεννοηθεί και να διαπραγματευθεί με ξένες Δυνάμεις για τη λύση του Ελληνικού ζητήματος. Έπρεπε επίσης οι αντιπρόσωποι του έθνους να εγκρίνουν και να δεχθούν τη μεσολάβηση της Αγγλίας για τήν κατάπαυση του πολέμου.
Η Γ' Εθνοσυνέλευσις (1826-1827)
Έτσι η Γ΄Εθνοσυνέλευση, η οποία στην α΄φάση της συνήλθε στην Πιάδα (Επίδαυρο) στις 6 Απριλίου 1826, ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την εξωτερική πολιτική της Αγγλίας και μάλιστα ως συνέπειά της. Ήδη στα τέλη Δεκεμβρίου 1825 ο νέος πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κων/πολη Στράτφορντ Κάνιγκ είχε ζητήσει, για να μπορέσει να διαπραγματεθεί με την Πύλη (Τουρκία), από την επαναστατική ελληνική κυβέρνηση εξουσιοδότηση ότι θα δεχόταν την επικυριαρχία της Τουρκίας πάνω στην Ελλάδα. Αποτέλεσμα αυτής της απαιτήσεως υπήρξε η Γ' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (α' φάση). Ήδη στις 4 Απριλίου 1826 είχε υπογραφεί στην Πετρούπολη ανάμεσα στην Αγγλία και τη Ρωσία το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάς θα αποτελούσε αυτόνομο τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και θα κατέβαλλε φόρο υποτέλειας, ενώ τα όρια του αυτονόμου αυτού κράτους ήταν ακόμη ακαθόριστα.
Τρομοκρατημένοι οι αντιπρόσωποι της συνελεύσεως βλέπουν ότι η σωτηρία της πατρίδος προϋπέθετε τη συγκέντρωση της εξουσίας σε λίγα εκλεκτά πρόσωπα, αλλά η φιλαρχία και οι προσωπικές φιλοδοξίες ακόμη κι εκείνη τη στιγμή συνετέλεσαν, ώστε να εκλεγεί ως κυβέρνηση μία ενδεκαμελής επιτροπή με έκτακτες εξουσίες ("Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδος") και να ορισθεί μία άλλη ειδική δεκατριμελής επιτροπή ("Επιτροπή της Συνελεύσεως"), η οποία θα διαχειριζόταν την εξωτερική πολιτική του Αγώνος και ιδίως τη διαπραγμάτευση των όρων συμβιβασμού με την Πύλη, κυριώτερος των οποίων ήταν "η Ελλάς να είναι αυτόνομη, αλλά υποτελής στο Σουλτάνο και να πληρώνει ετήσιο φόρο". Το συμβιβασμό αυτό η Συνέλευση ανέθεσε στον πρεσβευτή της Αγγλίας στην Κων/πολη Στράτφορντ Κάνιγκ, όπως μνημονεύθηκε ανωτέρω. Μόνον ο Δημήτριος Υψηλάντης διαμαρτυρήθηκε για την πράξη αυτή του συμβιβασμού, χαρακτηρίζοντάς την "παράνομον και ανθελληνικήν", αλλά με ψήφισμα η Συνέλευση τον στέρησε από κάθε πολιτικό δικαίωμα και τον απέκλεισε από κάθε στρατιωτική υπηρεσία.
Όμως η είδηση της πτώσεως του Μεσολογγίου (10/11 Απριλίου 1826) ανάγκασε τους πληρεξουσίους να διακόψουν στις 16 Απριλίου 1826 τις εργασίες της Συνελεύσεως και να τις αναβάλουν ως το Σεπτέμβριο1826. Από πολιτικής απόψεως η επαναστατημένη χώρα είχε χωρισθεί, ανάλογα με την εμπιστοσύνη και τις ελπίδες για βοήθεια από το εξωτερικό, στο Αγγλικό κόμμα με αρχηγό την Αλ. Μαυροκορδάτο και τον Ανδρ. Μιαούλη με βάση τα νησιά, στο Γαλλικό κόμμα με επικεφαλής τον Ι. Κωλέττη με βάση τη Ρούμελη, και τέλος στο Ρωσικό κόμμα, το οποίο στηριζόταν στην Πελοπόννησο και το Θ. Κολοκοτρώνη. Οι αντιθέσεις των κομμάτων εκδηλώθηκαν με διαφωνία για το νέο τόπο συγκλήσεως της αναβληθείσης Συνελεύσεως. Τελικώς οι αντιμαχόμενες μερίδες της Συνελεύσεως, που βρίσκονταν η μία στην Ερμιόνη και η άλλη στην Αίγινα, συμφώνησαν για τη μεταφορά των εργασιών της Συνελεύσεως στην Τροιζήνα. Εκεί άρχισαν οι εργασίες της Γ΄Εθνοσυνελεύσεως (ως β΄φάση) στις 19 Μαρτίου 1827 και έληξαν στις 15 Μαΐου 1827.
Στην ως άνω συμφωνία των δύο σωμάτων της Συνελεύσεως καθοριστικό ρόλο διεδραμάτισαν οι Άγγλοι Χάμιλτον (ναύαρχος), Ρ. Τσώρτς ("αρχιστράτηγος και διευθυντής απασών των κατά ξηράν δυνάμεων της Ελλάδος") και ο Θ. Κόχραν (επικεφαλής των ναυτικών δυνάμεων της Ελλάδος), ο οποίος χαρακτηριστικώς έλεγε στους αντιμαχομένους Έλληνες: "εάν παρατείνετε τις συζητήσεις σας, τότε αντίο στις ελπίδες της Ευρώπης και στην ελευθερία της Ελλάδος".
Η Γ' Εθνοσυνέλεση της Τροιζήνος, όπως έγραψε ο Σπ. Τρικούπης, "ήρχισεν και ετελείωσεν εν διχονοίαις, δυσπιστίαις και ταραχαίς", διαιρεμένη όχι σε στρατιωτικούς και πολιτικούς, όπως κατά την Β' Εθνοσυνέλευση του 'Αστρους (Μάρτιος-Απρίλιος 1823), αλλά αφ' ενός σε Πελοποννησίους και αφ' ετέρου σε Στερεοελλαδίτες συνεργαζομένους με τους νησιώτες, κυρίως διότι είχε προκύψει οξύ το ζήτημα αν θα συμπεριλαμβανόταν ή όχι η Στερεά στο συμβιβασμό με την Υψηλή Πύλη για την αυτονομία του ελληνικού χώρου με φόρου υποτέλεια στην Τουρκία, όπως είχε αποφασισθεί κατά το 1826.
Οι σημαντικώτερες αποφάσεις της Γ' Εθνοσυνελεύσεως της Τροιζήνος ήταν η εκλογή του Ι. Καποδίστρια ως Κυβερνήτου της Ελλάδος και η ψήφιση του πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος.
Όταν προτάθηκε στη Συνέλευση να εκλεγεί ως Κυβερνήτης της Ελλάδος ο Καποδίστριας, η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της το δέχθηκε, ενώ αντιδρούσαν οι νησιώτες, ο Μαυροκορδάτος και γενικώς η αγγλόφιλη παράταξη. Όμως μέσα στη γενική απελπισία και το διαφαινόμενο αδιέξοδο ο Θ. Κολοκοτρώνης επισκέπτεται στον Πόρο τον άγγλο Χάμιλτον και του ζητεί τη γνώμη/συγκατάθεση για τον ορισμό του Καποδίστρια ως Κυβερνήτου της Ελλάδος.
Ο Χάμιλτον ανάμεσα στα άλλα του είπε και το "πάρτε τον Καποδίστρια ή όποιον διάβολο θέλετε, διατί χαθήκατε". Έτσι εκάμφθησαν και οι αγγλόφιλοι και στις 3 Απριλίου 1827 από την Γ΄Εθνοσυνέλευση εκλέγεται ο Ι. Καποδίστριας ως Κυβερνήτης της Ελλάδος με επταετή θητεία ως "ο κατά πράξιν και θεωρίαν πολιτικός Έλλην", που κατείχε σε εξαιρετικό βαθμό "την υψηλήν επιστήμην του κυβερνάν την πολιτείαν και φέρειν προς ευδαιμονίαν τα έθνη" και διέθετε "πολλήν πείραν και πολλά φώτα".
Ήταν επίσης ο διάσημος Ευρωπαίος πολιτικός, που και μόνο με το όνομά του θα προσέδιδε μέγα κύρος στην πολιτική εκπροσώπηση του Ελληνικού Αγώνος και θα στέγαζε πολιτικώς και διπλωματικώς την Επανάσταση. Είχε ο Καποδίστριας το μοναδικό προσόν να είναι και Έλληνας και Ευρωπαίος. Ήταν άρα κατ' εξοχήν κατάλληλος για τη διάσωση της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Η ανασύνταξη των δυνάμεων του Έθνους προϋπέθετε ηγέτη Έλληνα, ώστε να κατανοεί τα ελληνικά προβλήματα και να είναι παραδεκτός από τους Έλληνες. Η αναγνώριση από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις της καταστάσεως, που είχε προέλθει από την Επανάσταση, απαιτούσε άνδρα, γνώστη των ευρωπαϊκών πραγμάτων και της νοοτροπίας των ευρωπαίων πολιτικών, ικανό να αντιμετωπίσει τη διπλωματία των Μεγάλων Δυνάμεων και να εκμετελλευθεί τις διάφορες τάσεις της υπέρ του Έθνους.
Στις 6 Απριλίου 1827 υπέγραψε η Συνέλευση πρόσκληση προς τον Καποδίστρια, με την οποία απέδιδαν τα έως τότε ατυχήματα του Αγώνος στο πολυμελές του Εκτελεστικού σώματος (κυβερνήσεως). Η πρόσκληση αυτή διατυπώθηκε έτσι, ώστε να δικαιολογηθεί η εκλογή ως προερχομένη από εγγενείς λειτουργικούς λόγους. Η απόφαση της Γ' Εθνοσυνελεύσεως να καλέσει τον Καποδίστρια ως Κυβερνήτη αποκαλύπτει την αδυναμία των ηγετικών ομάδων της Επαναστάσεως (στρατιωτικών-πολιτικών-προεστών) να διαμορφώσουν μία γενικώς αποδεκτή κρατική εξουσία από τους κόλπους τους. Ουσιαστικώς οι Έλληνες τη στιγμή εκείνη παραδέχονται ότι δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον και συνειδητοποιούν την ανάγκη συγκροτήσεως ισχυρής κρατικής κυβερνήσεως.
Επίσης η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνος την 1η Μαΐου 1827 υπέγραψε το "Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος". Η κατάρτισή του δεν υπήρξε ούτε εύκολη ούτε χωρίς πολιτικές αντιδράσεις. Ο σκοπός των παρελκυστικών και πολύωρων προτάσεων πολλών πληρεξουσίων ήταν η διασφάλιση των πολιτικών τους συμφερόντων μέσω του περιορισμού των προνομίων του Κυβερνήτου. Και ορθώς ο γερμανός ιστορικός Μέντελσον-Μπαρλτόντυ γράφει ότι "εν τω Συντάγματι της Τροιζήνος εκπροσωπείται η δυσπιστία προς τον προσωρινόν του Κράτους αρχηγόν, τον Κυβερνήτην, ούτινος σκοπόν είχον να δέσωσι εκ των προτέρων τας χείρας".
Ο Καποδίστριας πληροφορηθείς το Μάιο 1827 στο Παρίσι την εκλογή του ως Κυβερνήτου της Ελλάδος επισκέπτεται αμέσως την Πετρούπολη (Ρωσία) και υποβάλλει στον τσάρο Νικόλαο την παραίτησή του από τη θέση του Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας. Υπενθυμίζεται ότι από το 1822 τυπικώς μόνον παρέμενε ο Καποδίστριας Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας αλλά σε μόνιμη άδεια στη Γενεύη.
Ακολούθως επισκέπτεται το Λονδίνο (Αγγλία) και το Παρίσι (Γαλλία), με σκοπό να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση των Δυνάμεων αυτών για το πρόσωπό του ως Κυβερνήτου της Ελλάδος, αλλά και να εξεύρει οικονομική βοήθεια. Να σημειωθεί ότι εν τω μεταξύ στις 6 Ιουλίου 1827 είχε υπογραφεί ανάμεσα στην Αγγλία-Γαλλία-Ρωσία η Συνθήκη του Λονδίνου, η οποία κατ' ουσίαν επανελάμβανε τους όρους του Πρωτοκόλλου της Πετρουπόλεως (4 Απριλίου 1826), ενώ τα όρια του νέου κράτους θα ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην Ελλάδα και Τουρκία.
Ο Καποδίστριας στο Ναύπλιο, την Αίγινα και η υποδοχή του
Στις 8 Ιανουαρίου 1828 ο Καποδίστριας αποβιβάζεται στο Ναύπλιο και στις 11 Ιανουαρίου 1828 φθάνει στην Αίγινα, όπου τον ανέμεναν η Αντικυβερνητική Επιτροπή, η Βουλή και οι λοιπές αρχές. Στο Ναύπλιο η υποδοχή που του έγινε ήταν συγκλονιστική, καθώς στο πρόσωπό του έβλεπαν όχι μόνο τη δικαίωση του πολύχρονου Αγώνος αλλά και την εσωτερική γαλήνη. Το κύρος του Καποδίστρια ήταν τόσο μεγάλο, ώστε και οι δύο αντίπαλοι φρούραρχοι Θ. Γρίβας, που κατείχε το Παλαμήδι, και Στράτος, που κατείχε την Ακροναυπλία, κατέβηκαν από τα φρούρια, παρουσιάσθηκαν στον Κυβερνήτη και υποσχέθηκαν να τηρήσουν "την ησυχίαν και ευταξίαν εις τας φρουράς των και τον τόπον".
Υποδοχή Μεσσία επεφύλαξε στον Καποδίστρια και η Αίγινα, στην οποία κατοικούσαν τότε περίπου εκατό χιλιάδες ψυχές, πρόσφυγες, χήρες, ορφανά, ανάπηροι από όλα τα μέρη της Ελλάδος. Εκτός από το πανηγυρικό και θριαμβευτικό κλίμα η υποδοχή αυτή είχε και σπαρακτικό τόνο. Κατά τον Γ. Τερτσέτη ο Καποδίστριας απευθυνόμενος προς τον Πρόεδρο της έως τότε Αντικυβερνητικής Επιτροπής Γεώργιο Μαυρομιχάλη, έναν εκ των δύο μετέπειτα δολοφόνον του, είπε: "...είδα πολλά στη ζωή μου, αλλά σαν το θέαμα, όταν έφθασα εδώ εις την Αίγιναν, δεν είδα τι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδεί... "Ζήτω ο Κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας" φώναζαν γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά κατεβασμένα από τες σπηλιές. Δεν ήτο το συναπάντημά μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος. Η γη εβρέχετο από δάκρυα.
Εβρέχετο η μερτιά και η δάφνη του στολισμένου δρόμου από το γιαλό ως την εκκλησία. Ανατρίχιαζα, μου έτρεμαν τα γόνατα, η φωνή του λαού έσχιζε την καρδιά μου. Μαυροφορεμένες, γέροντες μου ζητούσαν να αναστήσω τους απεθαμένους τους, μανάδες μου έδειχναν εις το βυζί τα παιδιά τους και μου έλεγαν να τα ζήσω, και ότι δεν τους απέμεναν παρά εκείνα και εγώ...".
Η κατάσταση της Επαναστάσεως κατά την άφιξη του Καποδίστρια
Στις αρχές του 1828 οι Έλληνες αγωνίζονταν εναντίον τριών εχθρών, των Τούρκων, της παμπτωχείας και της αναρχίας. Η Ελληνική Επανάσταση ακόμη και μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (Οκτώβριος 1827) εξακολουθούσε να βρίσκεται σε κρίσιμη θέση. Από στρατιωτικής πλευράς βρήκε ο Καποδίστριας την Επανάσταση να ψυχορραγεί. Ο Κιουταχής κατείχε σταθερά ολόκληρη σχεδόν τη Στερεά Ελλάδα, που κινδύνευε έτσι από το λόγο αυτό να παραμείνει στην κυριαρχία των Τούρκων κατά την επικείμενη ρύθμιση του Ελληνικού ζητήματος. Ο Ιμπραήμ κατείχε και ήλεγχε όλη την Πελοπόννησο με εξαίρεση την Αργολίδα και τη Μάνη. Από τα νησιά παρέμεναν ελεύθερα μόνον μερικά νησιά του Αιγαίου.
Εξ άλλου από τις ελεύθερες περιοχές μόνο στην Αίγινα, στον Πόρο, στην Ελευσίνα, στα Μέγαρα και σε λίγα νησιά περιοριζόταν η εξουσία της ελληνικής κυβερνήσεως. Οι υπόλοιπες ελεύθερες περιοχές εξουσιάζονταν από τους τοπικούς ισχυρούς, ενώ στο Αιγαίο κυριαρχούσαν οι πειρατές.
Οι εκθέσεις που υπέβαλαν στον Καποδίστρια οι Γραμματείς (Υπουργοί) της Προσωρινής Κυβερνήσεως παρέχουν σαφή εικόνα της βοβερής καταστάσεως που επικρατούσε, των ερειπίων σε όλους τους τομείς της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Αποδιοργάνωση της κυβερνήσεως αλλά και εξάρτησή της από το Βουλευτικό, το οποίο τελμάτωνε κατά κανόνα τις πρωτοβουλίες των υπουργών. Ανυπαρξία διοικητικών αρχών στις επαρχίες. Αυθαιρεσίες των στρατιωτικών, που πιέζονταν από την ανάγκη να εξασφαλίσουν την τροφοδοσία τους. Απειθαρχία και περιφρονητική προς την ελληνική κυβέρνηση στάση του αρχιναυάρχου Κόχραν και του αρχιστρατήγου Τσώρτς.
Οξείες κοινωνικές συγκρούσεις ιδίως στα νησιά, όπου δεν είχε φθάσει ο εχθρός. Εγκατάλειψη των γεωργικών εργασιών από φόβο ότι δεν θα μπορούσε να γίνει συγκομιδή ή ότι θα αρπάζονταν τα προϊόντα από τους στρατιωτικούς ή από τον εχθρό. Το εμπόριο αδύνατο εξ αιτίας της πειρατείας και της ληστείας. Αμφίβολη η αμοιβή της εργασίας και στις πόλεις σε κάθε τέχνη, επειδή επικρατούσε το δίκαιο του ισχυροτέρου. Το λαθρεμπόριο και η κιβδηλεία σε ακμή, ιδίως στα νησιά. Αδυναμία εισπράξεως φόρων εξ αιτίας ελλείψεως υπαλλήλων της κυβερνήσεως και της αδυναμίας της τελευταίας απέναντι στους τοπικώς ισχυρούς. Σφετερισμός των δημοσίων πόρων, όπου εισπράττονταν από τους προκρίτους και τους ισχυροτέρους που αγνοούσαν την κυβέρνηση. Ο στόλος σε ακινησία από έλλειψη οικονομικών μέσων. Τα στρατιωτικά τμήματα, σε αταξία και ανεφοδίαστα, ζούσαν εις βάρος του πληθυσμού.
Συμπερασματικώς κατά την άφιξη του Καποδίστρια η όλη κατάσταση ήταν όχι μόνον απελπιστική αλλά και χαώδης, πολύ χειρότερη εκείνης που είχε υποψιασθεί ο Καποδίστριας. Πριν από τον Καποδίστρια υπήρξαν κυβερνήσεις, όχι όμως κράτος. Σκιά μόνον κρατικής εξουσίας απέμενε. Για να αντιμετωπισθεί επομένως αποτελεσματικώς η δεινή αυτή κατάσταση έπρεπε να υπάρξει κράτος, που να ενώσει σε ένα κέντρο την κατακερματισμένη κατά περιοχές εξουσία. Υπό το βάρος της μεγάλης αυτής ευθύνης, ενώ μάλιστα δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα τότε οικονομικά μέσα, ο Καποδίστριας, ηλικίας τότε 52 ετών, αισθάνεται σε στιγμές κοπώσεως σαν να ευρίσκεται στην κόλαση. Ενίσχυαν όμως τον Καποδίστρια η αγάπη και η εμπιστοσύνη των απλών ανθρώπων.
Εξ άλλου η μεγάλη δυστυχία του λαού δημιουργούσε για τον ηθικώς ευαίσθητο Κυβερνήτη πρόσθετη υποχρέωση να παραμείνει, για να βοηθήσει το λαό αυτό.
Ρύθμιση του κυβερνητικού ζητήματος
Η κύρια αιτία της αναρχίας και των εμφυλίων πολέμων που διακύβευσαν την Επανάσταση έως και το 1826 ήταν η πολυμελής (πέντε μέλη) και συλλογική εκτελεστική εξουσία (Εκτελεστικόν) που προβλεπόταν από τα δύο πρώτα επαναστατικά Συντάγματα, της Επιδαύρου (1822) και του Άστρους (1823). Και οι δύο πρώτες Συντακτικές Συνελεύσεις των Ελλήνων (Επιδαύρου και Άστρους) είχαν ατυχώς αγνοήσει το σοφόν απόφθεγμα του Ομήρου "ουκ αγαθόν πολυκοιρανίη. Εις κοίρανος έστω, εις βασιλεύς" (=κακό πράγμα η πολυαρχία.
Ένας αρχηγός να υπάρχει, ένας βασιλιάς) (Ιλιάς, Β΄, στίχ. 204), ενώ οι Έλληνες ευρισκόμενοι σε επανάσταση είχαν ανάγκη, προ παντός άλλου, την ύπαρξη ενιαίας και ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας με έναν και μόνον αρχηγό. "Ατυχώς ο εξοχώτερος πολιτικός ανήρ της Επαναστάσεως Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος - γράφει ο Κ. Παπαρηγόπουλος - συνεργήσας με τους προεστώτας της Πελοποννήσου εις την κατάργησιν της ανωτάτης αρχής του Δημητρίου Υψηλάντη, την οποίαν ούτως ή άλλως είχεν αποδεχθεί τότε ολόκληρον το έθνος εξαιρέσει των προεστώτων, συνετέλεσεν εις την ψήφισιν πολιτεύματος πολυαρχικού, ίνα μη είπωμεν αναρχικού,... και ουδέν άλλο κατώρθωσεν ει μη να καταστήσει αδύνατον την συγκρότησιν αληθούς κυβερνήσεως δ' όλης της Επαναστάσεως...".
Η Γ' Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνος (1827) ναι μεν εγκατέλειψε το ολέθριο σύστημα του Νομοτελεστικού (Εκτελεστικού) σώματος αποδεχθείσα την αρχή του ενός αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας, του Κυβερνήτου, πλην όμως εμερίμνησε συγχρόνως να τον καταστήσει μάλλον διακοσμητικό όργανο με δικαίωμα αναβλητικού απλώς veto στους Νόμους του Νομοθετικού σώματος και επομένως υποχείριον τούτου. Η Βουλή δηλαδή θέλησε την Εκτελεστική εξουσία να είναι όργανο των θελήσεών της. Εκ των προτέρων και εσκεμμένως η Βουλή θέλησε να είναι αδύναμος και αυτός ο Κυβερνήτης Καποδίστριας, τον οποπιον εκάλεσεν απελπιστικώς και επειγόντως να διασώσει την Επανάσταση και μάλιστα του ώρισεν και επταετή θητεία.
Μπορεί όμως εδώ να διατυπωθεί το ευλογοφανές ερώτημα: και γιατί γνωρίζοντας όλα αυτά τα εμπόδια ο Καποδίστριας δέχθηκε την εκλογή του ως Κυβερνήτου; Η απάντηση είναι απλή. Όταν, όπως έχει ήδη αναφερθεί, πληροφορήθηκε ο Καποδίστριας στο Παρίσι την εκλογή του ως Κυβερνήτου, δέχθηκε υπό τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον να αποδεσμευθεί και τυπικώς από την Ρωσία, πράγμα που έπραξε, όπως ήδη μνημονεύθηκε. Δεύτερον να τον αναγνωρίσουν ως Κυβερνήτη οι ξένες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), κάτι που συνέβη επισκεπτόμενος διαδοχικώς το 1827 την Πετρούπολη, το Λονδίνο και το Παρίσι. Και τρίτη προϋπόθεση να του παρασχεθούν υπό των Ελλήνων οι αναγκαίες κατ' αυτόν εξουσίες, ώστε να κυβερνήσει αποτελεσματικώς. Την εκπλήρωση αυτού του όρου/προϋποθέσεως ανέμενε τώρα ο Καποδίστριας με την άφιξή του στην Ελλάδα τον Ιανουάριο 1828.
Πρώτιστο λοιπόν καθήκον του Καποδίστρια ήταν η ρύθμιση του κυβερνητικού ζητήματος. Έπρεπε δηλαδή, όσο θα διαρκούσε ο πόλεμος και το Ελληνικό ζήτημα θα παρέμενε εκκρεμές, να υπάρξει κυβερνητικό σύστημα που να παρέχει στον Κυβερνήτη αρμοδιότητα/δυνατότητα αποφάσεων χωρίς πολλαπλές δεσμεύσεις από τα άλλα πολιτικά όργανα, ώστε να ασκείται η κυβερνητική εξουσία απρόσκοπτα, όπως επέβαλλαν "αι δειναί της πατρίδος περιστάσεις".
Τις πρώτες πέντε ημέρες από την άφιξή του στην Αίγινα διέθεσε ο Καποδίστριας για συνεννοήσεις. Δέχθηκε διαδοχικώς τους πολιτικούς παράγοντες της χώρας, όπως και άλλους εξόχους άνδρες, και άκουσε τη γνώμη ενός εκάστου. Σε επιτροπή της Βουλής, που την αποτελούσαν ο Πρόεδρός της Ν. Ρενιέρης και οι βουλευτές Γ. Αινιάν, Εμμ. Σπυρίδωνος και Ν. Σπηλιάδης, ανέλυσε τους λόγους για τους οποίους επεβάλλετο αμέσως να ανασταλεί προσωρινώς το ψηφισθέν στην Τροιζήνα σύστημα της Εκτελεστικής εξουσίας, για να μπορέσει αυτός να ανταποκριθεί επιτυχώς στις έκτακτες ανάγκες του Έθνους. Απεριφράστως τους εδήλωσε ότι δεν μπορεί να αναλάβει τα καθήκοντά του και να κυβερνήσει κατά το Σύνταγμα της Τροιζήνος. Δεν επέτρεπε ο Καποδίστριας στον εαυτό του, θέτοντας το χέρι του επί του Ιερού Ευαγγελίου, να δώσει στο όνομα του Υψίστου τον οριζόμενο από το άρθρο 150 του Συντάγματος της Τροιζήνος όρκο "... να υπερασπίσει και να διατηρήσει με όλας του τας δυνάμεις την Ανεξαρτησίαν του Ελληνικού Έθνους".
Και δεν μπορούσε να δώσει αυτόν τον όρκο, διότι γνώριζε πολύ καλά την σοβαρή αντίθεση που υπήρχε ανάμεσα στο Σύνταγμα της Τροιζήνος(1η Μαΐου 1827) και στη Συνθήκη του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827). Συγκεκριμένως προς την ως άνω επιτροπή της Βουλής ο Καποδίστριας είπε: "φίλοι μου, το Σύνταγμα της Τροιζήνος απαιτεί από εμέ δίδοντα τον όρκον μου να προσθέσω: "Ορκίζομαι επίσης να προστατεύσω και να διατηρήσω δι' όλων των δυνάμεών μου την ανεξαρτησίαν του ελληνικού έθνους". Τούτο δεν είναι δυνατόν. Πώς μπορώ να υποσχεθώ ότι θα διατηρήσω την ανεξαρτησίαν μίας χώρας την οποίαν εκείνη δεν έχει ακόμη αποκτήσει; Το Σύνταγμα αξιοί αυτόν τον όρκον. Αδυνατώ όμως να τον δώσω, αφού κανείς δεν αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να διατηρήσει κάτι που δεν έχει λάβει".
Και πράγματι ποίαν ανεξαρτησίαν του Έθνους θα ώφειλε να διαφυλάξει εκείνος, εφ' όσον δεν είχε αυτή ακόμη αποκτηθεί; Η Στερεά ήταν υποταγμένη στους τούρκους, η Πελοπόννησος και τα Νησιά ευρίσκοντο σε κίνδυνο, ενώ, το σπουδαιότερο, η Συνθήκη του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) προέβλεπε μίαν Ελλάδα φόρου υποτελή στην επικυριαρχία του Σουλτάνου και με ακαθόριστα ακόμη σύνορα. Ποίαν λοιπόν ανεξαρτησίαν του Έθνους εκαλείτο να ορκισθεί ότι θα διατηρήσει ο άνευ εξουσιών μάλιστα Κυβερνήτης;
Υπήρχε βεβαίως μία λανθάνουσα αλλά σοβαρή αντίθεση ανάμεσα αφ' ενός στην αρχή επί της οποίας βασίσθηκε η Συνέλευσις της Τροιζήνος ψηφίζουσα το Σύνταγμα (1η Μαΐου 1827), δηλαδή στην αρχή της πλήρους ανεξαρτησίας της Ελλάδος (ανεξαρτησία που οπωσδήποτε δεν είχε εισέτι επιτευχθεί), αφ' ετέρου στην αρχή της Συνθήκης του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) που βασιζόταν στην αποφασισθείσα υπό των Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) υποτέλειαν της Ελλάδος έναντι του Σουλτάνου. Η Συνθήκη του Λονδίνου της 6ης Ιουλίου 1827 ανέντρεπε επομένως την αρχή του Συντάγματος της Τροιζήνος προηγουμένως ψηφισθέντος την 1η Μαΐου 1827.
Σημειωτέον ότι οι συντάξαντες το Σύνταγμα της Τροιζήνος Έλληνες, όταν δεν είχε ακόμη συναφθεί η τριμερής συνθήκη του Λονδίνου, έσπευσαν αργότερα, όταν εκείνη υπεγράφη (6 Ιουλίου 1827) και προ της αφίξεως του Καποδίστρια στην Ελλάδα, να την αποδεχθούν και μάλιστα με ευγνωμοσύνη. Δέχθηκαν λοιπόν ομοφώνως/πανδήμως δύο συστήματα ανατρεπτικά/αντιθετικά αλλήλων, το του Συντάγματος και το της Συνθήκης, όπως γλαφυρώς έγραψε ο επιφανής πρώτος ιστορικός της Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης, σύγχρονος των γεγονότων.
Προς άρσιν τούτου του πολιτικού και νομικού αδιεξόδου δύο λύσεις υπήρχαν: α) να συγκληθεί νέα Συντακτική Συνέλευση, για να καταργήσει ή τροποποιήσει ή αναστείλει προσωρινώς το Σύνταγμα της Τροιζήνος. Αλλά, τη στιγμή που η Επανάσταση ψυχορραγούσε, δεν χρειάζονταν διαμάχες, αντιθέσεις και πολιτικός σάλος, αλλά ηρεμία και ομοψυχία. β) να ανασταλεί το Σύνταγμα από τον Καποδίστρια. Όμως τέτοιο συνταγματικό δικαίωμα ο Κυβερνήτης δεν είχε και, αν το διενεργούσε αυθαιρέτως, δικαίως θα εκατηγορείτο ως δεσπότης, τύραννος, δικτάτωρ.
Για όλους αυτούς τους λόγους ο Καποδίστριας ζήτησε από την επιτροπή της Βουλής την αυτοδιάλυση της Βουλής, ειδάλλως δεν θα δεχόταν την ευθύνη να κυβερνήσει τον τόπο και θα έφευγε. "...Εν εναντία περιπτώσει, είπε, θεωρήσατέ με από τούδε ως απλούν περιηγητήν".
Προσέθεσε δε ότι η μεταβολή θα ήταν προσωρινή και ότι θα συνεκαλείτο αργότερα Εθνοσυνέλευση, για να καθορίσει νέες καθεστωτικές διατάξεις. Κατόπιν όλων αυτών η Βουλή αυτοδιαλύθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1928, αναγνωρίζοντας ότι "η σωτηρία του Έθνους είναι ο υπέρτατος πάντων των Νόμων".
Κυριώτερο στοιχείο της μεταβολής ήταν ότι η Νομοθετική και Εκτελεστική εξουσία συγκεντρώθηκε στο πρόσωπο του Κυβερνήτη, που θα την ασκούσε με τη βοήθεια ειδικού 27μελούς γνωμοδοτικού συμβουλίου, του "Πανελληνίου". Ένας γενικός γραμματέας, με τον τίτλο Γραμματεύς της Επικρατείας, θα προσυπέγραφε μαζί με τον Κυβερνήτη τα ψηφίσματα και την αλληλογραφία. Το κυβερνητικό αυτό σύστημα ήταν ένα είδος Προεδρικής Δημοκρατίας, με την εξουσία του Προέδρου ενισχυμένη εξ αιτίας των εκτάκτων την περίοδο εκείνη περιστάσεων.
Η μεταβολή αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση, υπό τις υφιστάμενες τότε συνθήκες, για να εκπληρωθεί η ουσιαστική εντολή που είχε δοθεί στον Κυβερνήτη από την Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνος.
Η συγκρότηση του Πανελληνίου και η διάλυση της Βουλής όχι από τον Κυβερνήτη, όπως θα επέτρεπαν/συγχωρούσαν οι περιστάσεις, αλλά με απόφαση της ιδίας της Βουλής, αποτελούσε στοιχείο δημοκρατικής νομιμότητος και εκδήλωση του σεβασμού του Καποδίστρια προς τους νόμους και προς τη συνταγματική παράδοση της χώρας. Επέτυχε έτσι ο Καποδίστριας να σχηματίσει είδος κυβερνήσεως εθνικής ενότητος, απαραίτητης τότε για λόγους εσωτερικούς, αλλά προ πάντων για την εμφάνιση/εικόνα της χώρας προς το εξωτερικό.
Με βάση επομένως τα όσα εκτέθηκαν πιο πάνω αβίαστα προκύπτει το συμπερασμα ότι είναι τουλάχιστον άστοχος ο χαρακτηρισμός του Καποδίστρια ως δυνάστου, τυράννου, δικτάτορος.
Το έργο του Κυβερνήτη
Με την άφιξή του και με την πολιτική μεταβολή που επέφερε ο Καποδίστριας η χαώδης κατάσταση στον επαναστατημένο ελληνικό χώρο άλλαξε άρδην ήδη από τους πρώτους μήνες του 1828. Δημιουργήθηκε κυβέρνηση κύρους, οργανώθηκαν οι κεντρικές υπηρεσίες και η επαρχιακή διοίκηση, αντιμετωπίσθηκε το οξύτατο οικονομικό πρόβλημα, ανασυντάχθηκαν οι ένοπλες δυνάμεις και αποκαταστάθηκε η ευταξία, όλα απαραίτητες προϋποθέσεις για την αναζωογόνηση της Επαναστάσεως και για την προώθηση του Ελληνικού ζητήματος στο διπλωματικό πεδίο. Επηκολούθησαν σπουδαίες πολεμικές επιτυχίες στη Στερεά Ελλάδα και παραλλήλως εύστοχες κινήσεις προς τις Μεγάλες Δυνάμεις. Με τη βοήθεια του Μιαούλη και του Κανάρη εξαλείφθηκε η πειρατεία στο Αιγαίο.
Μέσα στο σχετικώς λίγο διάστημα που διακυβέρνησε τη χώρα ο Καποδίστριας επετέλεσε σημαντικώτατο και πρωτοφανές για τα δεδομένα της εποχής έργο. Ενίσχυσε την εμπορική ναυτιλία, δημιούργησε τακτικό στρατό, ίδρυσε τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, διενήργησε απογραφή του πληθυσμού και έδωσε δικαίωμα ψήφου στους άνδρες άνω των 25 ετών, ρύθμισε τα θέματα της Δικαιοσύνης, ίδρυσε ταχυδρομική υπηρεσία, ορφανοτροφείο στην Αίγινα, μουσείο και βιβλιοθήκη. Προστάτευσε με ειδικούς νόμους τη γεωργία, εισήγαγε για πρώτη φορά την καλλιέργεια της πατάτας στην Ελλάδα και ίδρυσε αγροτική/γεωπονική σχολή στην Τίρυνθα.
Απεκατέστησε την ασφάλεια και ευνομία στις πόλεις, στην ύπαιθρο και στις υπόλοιπες ελληνικές θάλασσες. Σημαντικό ήταν το έργο του στους τομείς της παιδείας, των δημοσίων έργων, της κτηνοτροφίας, του εμπορίου. Ίδρυσε ελληνικό και γαλλικό τυπογραφείο, ναυπηγεία στο Ναύπλιο και τον Πόρο, έλαβε μέτρα για την υγεία του λαού, έκοψε νόμισμα και ίδρυσε Χρηματική Τράπεζα.
Σκόπευε στην αποκατάσταση των ακτημόνων με τη διανομή σε αυτούς εθνικής γης, προκαλώντας αρχικώς την αντίδραση των ξένων Δυνάμεων, καθώς η εθνική γη είχε υποθηκευθεί ως εγγύηση για τα "δάνεια της ανεξαρτησίας" (Λονδίνο 1824-1825), και ακολούθως την αντίδραση των οργανωμένων συμφερόντων των κοτζαμπάσηδων, που επεδίωκαν τον σφετερισμό των εθνικών κτημάτων προς ίδιον όφελος.
Στις 23 Ιουλίου 1829 άρχισε τις εργασίες της η Δ' Εθνοσυνέλευση στο Άργος, η οποία υιοθέτησε όλα τα μέτρα που είχε λάβει έως τότε ο Καποδίστριας και τον εξουσιοδότησε να συνεχίσει το έργο του.
Εκτός από τα θέματα εσωτερικής πολιτικής που είδαμε ότι αντιμετώπισε πολύ γρήγορα και επιτυχώς ο Καποδίστριας, πιο σημαντική ήταν η προσφορά του ως προς την επίτευξη του βασικού στόχου της Επαναστάσεως αυτού καθ' εαυτόν, δηλαδή την πλήρη ανεξαρτησία της Ελλάδος με όσον το δυνατόν διευρυμένα σύνορα.
Με τη σταδιακή απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδος που επέτυχε σύντομα ο Καποδίστριας παρεμποδίσθηκαν τα σχέδια της Αγγλίας, που ήθελε τον εδαφικό περιορισμό της Ελλάδος στην Πελοπόννησο, σε τμήμα της Στερεάς Ελλάδος και τις Κυκλάδες, πολιτική την οποία διαρκώς επεδίωκε η Αγγλία και είχε επιβάλει με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 4/16 Νοεμβρίου 1828.
Σε αυτό το Πρωτόκολλο αντέδρασε ο Καποδίστριας με υπομνήματα κυρίως προς τον υπουργό των Εξωτερικών της Γαλλίας και στις 10/22 Μαρτίου 1829 επεγράφη το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που ώριζε ως σύνορα στη Στερεά Ελλάδα τη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού κόλπου και ότι "αι νήσοι αι εις την Πελοπόννησον παρακείμεναι, η Εύβοια και αι κοινώς καλούμεναι Κυκλάδες, θέλουσιν ωσαύτως συνπεριληφθή εντός αυτού τούτου του Κράτους".
Η νικηφόρα για τη Ρωσία έκβαση του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1828-1829) αλλά και η πολύπλευρη δραστηριότητα του Καποδίστρια είχαν ως αποτέλεσμα να υποχρεωθεί η Τουρκία να αναγνωρίσει την αυτονομία της Ελλάδος με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης (14 Σεπτεμβρίου 1929).
Στη συνέχεια χρειάσθηκαν μακρές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους εκπροσώπους των τριών "προστάτιδων" Δυνάμεων αρχικώς μεν στον πόρο, εν συνεχεία δε στο Λονδίνο.Καθ' όλη τη διάρκεια αυτών των διαπραγματεύσεων ο Καποδίστριας, είτε αυτοπροσώπως είτε και δια υπομνημάτων, εξάντλησε όλη τη διπλωματική δεινότητά του, καθώς το Ελλήνικό ζήτημα έφθανε προς τη λύση του και διακυβεύονταν ακόμη τόσον ο βαθμός ανεξαρτησίας της Ελλάδος όσον και τα σύνορα του νέου κράτους. Στις 3 Φεβρουαρίου 1830 υπογράφηκε στο Λονδίνο Πρωτόκολλο, με το οποίο η Ελλάδα αναγνωριζόταν επισήμως ως ανεξάρτητο κράτος. Ως σύνορα του νέου κράτους ωρίζετο η γραμμή Αχελώου -Σπερχειού, αφήνοντας έξω από το έδαφος της Ελλάδος μεγάλο τμήμα, κυρίως της Δυτικής Στερεάς.
Η εδαφική μείωση, εν σχέσει προς το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 10ης/22ας Μαρτίου 1829, προκλήθηκε ως αντάλλαγμα προς την Τουρκία για την παροχή Ανεξαρτησίας και για να μην συνορεύουν τα υπό αγγλική κατοχή Επτάνησα με το Ελληνικό Κράτος. Από τα νησιά επιδικάζονταν η Εύβοια, οι Σποράδες και οι Κυκλάδες. Ουσιαστικώς με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 τερματιζόταν η Ελληνική Επανάσταση, αλλά και άρχιζε να υπάρχει επισήμως στη διεθνή κοινωνία το Ελληνικό Κράτος, γεγονός κρίσιμο στην καμπή της Ελληνικής Ιστορίας.
Βεβαίως το Πρωτόκολλο της 3ης Φεβρουαρίου 1830 είχε πολύ ικανοποιήσει τον Καποδίστρια για την ανεξαρτησία που παρεχωρείτο μέσω αυτού για πρώτη φορά στην Ελλάδα, αλλά δεν έδειξε καθόλου την ικανοποίησή του αυτή. Αντιθέτως άρχισε κύκλο διπλωματικών ενεργειών παραπονούμενος για τα περιορισμένα σύνορα, χωρίς όμως και να έλθει σε ρήξη με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ο Καποδίστριας πολιτεύθηκε με επιδεξιότητα και με τη μέθοδο της αναβλητικότητος δεν εκκένωνε τις επαρχίες της Αιτωλίας και Ακαρνανίας, που έμεναν έξω από τα σύνορα με βάση το Πρωτόκολλο της 3η Φεβρουαρίου 1830.
Η αναβλητική αυτή τακτική έφερε τα αποτελέσματά της. Στις 14/26 Σεπτεμβρίου 1831 υπεγράφη από τις Μεγάλες Δυνάμεις το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, με το οποίο ωρίσθηκαν νέα διευρυμένα σύνορα, τα ίδια με εκείνα του Πρωτοκόλλου της 10ης/22ας Μαρτίου 1829, δηλαδή η γραμμή Αμβρακικού (Άρτας) - Παγασητικού (Βόλου). Η όλη επιχειρηματολογία που χρησιμοποιήθηκε τόσον στις εργασίες της Διασκέψεως στο Λονδίνο όσον και προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν αντλημένη από την επιχειρηματολογία του Καποδίστρια, ο οποίος όμως δεν πρόλαβε να δει τη δικαίωση της εξωτερικής του πολιτικής πάνω στο συνοριακό ζήτημα.
Οι αντιδράσεις και η δολοφονία
Παρά την εξουσιοσδότηση που είχε λάβει ο Καποδίστριας από τη Δ' Εθνοσυνέλευση στο Άργος τον Ιούλιο 1829, εν τούτοις τον επόμενο χρόνο συσπειρώθηκαν εναντίον του πολλοί αρχομανείς πολιτικοί, οι κοτζαμπάσηδες και οι πλοιοκτήτες της Ύδρας, ενώ οι στρατιωτικοί αρχηγοί και ο λαός ήταν μαζί του. Οι ενέργειες των αντιπάλων του συχνά κατευθύνονταν από τους διπλωματικούς αντιπροσώπους των Γάλλων και των Άγγλων, αλλά ο Καποδίστριας τις αντιμετώπιζε με ψυχραιμία και ανωτερότητα, καθώς αυτό που πρωτίστως τον ενδιέφερε ήταν η επιβίωση του Ελληνισμού, έργο στο οποίο συνεχίζει να αφιερώνεται ολόψυχα, παρά τα όσα δυσάρεστα εναντίον του ακολούθησαν, έως και την ημέρα της δολοφονίας του.
Οι αντίπαλοί του διαστρέβλωσαν το νόημα της εσωτερικής πολιτικής του Καποδίστρια, είτε σκόπιμα και συνειδητά ωρισμένοι είτε από έλλειψη στοιχειώδους πολιτικής σκέψεως άλλοι. Έτσι αναγκάζεται να καταλήξει κανείς στη διαπίστωση ότι, ακόμη και πολλοί από εκείνους που εξέλεξαν τον Κυβερνήτη, δεν τον εξέλεξαν για να ασκήσει αυτός την εξουσία, αλλά τον ήθελαν περισσότερο ως όργανο των δικών τους επιδιώξεων, ως γέφυρα για να ανέλθουν αυτοί στην εξουσία.
Έτσι ο Καποδίστριας βαλλόμενος από παντού, από παντού κυκλωμένος, ένας μοναχικός ελεύθερος πολιορκημένος, ύστερα από μία μαρτυρική ζωή τεσσάρων σχεδόν ετών, κατά τα οποία αγόγγυστα εδοκίμασε τόσες πικρίες και δέχθηκε τόσες επιθέσεις, έπεσε από τις σφαίρες του αδελφού και από το μαχαίρι του γιού του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στα σκαλοπάτια της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνος στο Ναύπλιο, στις 6,35΄το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου 1831.
Και οι φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας του είναι μέν οι Κων/νος και Γεώργιος Μαυρομιχάλης, οι ηθικοί όμως αυτουργοί είναι η Γαλλία και πρωτίστως η Αγγλία, όπως ο ίδιος ο Πετρόμπεης (αδελφός και πατέρας των δολοφόνων) εξομολογήθηκε το 1840 προς τον ιατροφιλόσοφο Πύρρο που κατηγορούσε τον Καποδίστρια: "δεν μετράς καλά φιλόσοφε... Ανάθεμα στους Αγγλογάλλους που ήσαν η αιτία κι εγώ έχασα τους δικούς μου και το Έθνος έναν άνθρωπο που δεν θα τονε ματαβρεί και το αίμα του με παιδεύει έως τώρα".
Κρίσεις
Αν κυβερνούσε την Ελλάδα ο Καποδίστριας μερικά χρόνια ακόμη - όταν πέθανε δεν ήταν ούτε 56 ετών - , θα ήταν σίγουρα άλλη η μοίρα αυτού του τόπου και πολλά δεινά που ακολούθησαν θα είχαν αποτραπεί. Ίσως λίγοι τότε ήταν σε θέση να υπολογίσουν το μέγεθος της εθνικής συμφοράς που προκάλεσε ο θάνατός του. Μόνον η απόσταση σήμερα μας επιτρέπει να τη δούμε ολόκληρη σε όλες της τις συνέπειες.
Θεωρώντας από μίαν υψηλότερη σκοπιά τα πράγματα της εποχής εκείνης, και χωρίς καθόλου να υποτιμούμε την συμβολή όλων των αγωνιστών, και των στρατιωτικών και των πολιτικών, μπορούμε να υποστηρίξομε, μη αδικώντας κανέναν, ότι χωρίς την παρουσία και τη δράση του Καποδίστρια δεν θα κατορθωνόταν η απελευθέρωση της πατρίδος μας. Το πλέγμα των ενεργειών του από το 1820 έως την ημέρα του θανάτου του αποτελούν τον κύριο παράγοντα που εξασφάλισε την εθνική ελευθερία μας και την πολιτειακή μας υπόσταση.
Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Ελλάς δεν ελευθερώθηκε από τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, όσο και αν αυτή στάθηκε σπουδαίο γεγονός. Επί δύο ακόμη έτη μετά από εκείνη τη ναυμαχία αγωνίζονται οι Έλληνες για να απομακρύνουν τον εχθρό από την Πελοπόννησο και την Στερεά. Και όλος αυτός ο αγώνας διεξάγεται με πραγματικό ηγέτη τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.
Ο θάνατος του Καποδίστρια στέρησε το έθνος από το μοναδικό στήριγμα της σιγουριάς και της ασφαλείας. Ο μεγάλος ευεργέτης της Ελλάδος και φίλος του Καποδίστρια Εϋνάρδος μέσα σε μία φράση κλείνει επιγραμματικώς τις επιπτώσεις για την Ελλάδα από τη δολοφονία του μεγάλου φίλου του: "Ο ενάρετος ανήρ..., όστις εθυσίασε το παν δια την πατρίδα του, απέθανε θύμα ιδιαιτέρας εκδικήσεως... Οι Έλληνες πάσης φατρίας θέλουν γνωρίσει αργότερα την αμέτρητον ζημίαν, την οποίαν υπέφερον, θέλουν ιδεί εντός ολίγου ότι δεν υπάρχει άνθρωπος ικανός ν' αναπληρώσει την έλλειψιν του Κόμητος Καποδίστρια, και όταν εξετάσουν όλα όσα έπραξε για την πατρίδια του, θέλουν τον αναγνωρίσει ως τον αγαθώτερον άνθρωπον. Ο θάνατος του Κυβερνήτου είναι συμφορά δια την Ελλάδα. Είναι δυστύχημα Ευρωπαϊκόν, δεν φοβούμαι να το είπω.. Το λέγω με διπλήν θλίψιν, ο κακούργος όστις εδολοφόνησε τον Καποδίστρια, εδολοφόνησε την πατρίδα του".