Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και η εθνική μας
ιδιοπροσωπία


Του Μιχαήλ Γ. Τρίτου Καθηγητού Θεολ. Σχολής Α.Π.Θ.


Συμπληρώνονται φέτος δέκα χρόνια από την εκδημία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και
Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου. Ταπεινό αφιέρωμα σε αυτόν τον μεγάλο άνδρα, που με τιμούσε
με τη φιλία και την εμπιστοσύνη του, είναι οι γραμμές που ακολουθούν.
Ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος υπήρξε μια σπάνια εκκλησιαστική προσωπικότητα,
γιγαντιαίων, θα έλεγα, διαστάσεων. Σε όλη του τη ζωή διακρίθηκε για το ανεπίληπτο ήθος, την άριστη
επιστημονική του κατάρτιση, τη θαυμαστή γλωσσομάθεια, την εκπληκτική οργανωτική του ικανότητα,
τη συγκινητική του ευαισθησία σε θέματα ειρήνης, κοινωνικής δικαιοσύνης, ανθρωπίνων δικαιωμάτων
και σεβασμού του ανθρωπίνου προσώπου.


Υπήρξε ό πλέον λειτουργικός Αρχιεπίσκοπος του τελευταίου αιώνα, που έλκονταν από τον
πλούτο της λειτουργικής παραδόσεως και το θάμβος της ορθοδόξου μυστηριακής ζωής. Άριστος
γνώστης και εκτελεστής της πατρώας βυζαντινής μουσικής, υποδειγματικός και βιωματικός
εκκλησιαστικός λειτουργός, δεινός και χειμαρρώδης ομιλητής, με γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα και
γνώση της νέας ευρωπαϊκής και βαλκανικής πραγματικότητας. Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος
Χριστόδουλος αγωνίστηκε να συνθέσει τη λειτουργική με την κοινωνική διακονία της Εκκλησίας, ώστε
να μην είναι «το θεωρητικόν ακοινώνητου και το πρακτικόν αφιλοσόφητου», όπως αναφέρει ο άγιος
Γρηγόριος ο Θεολόγος. Έδωσε ώθηση στην αξιοποίηση του διαδικτύου και των νέων τεχνολογιών
από την Εκκλησία της Ελλάδος.


Οι πρωτότυπες τοποθετήσεις του σε θέματα βιοηθικής ιατρικής προλάμβαναν την εποχή του και
έδειχναν προς τα έξω το καινούργιο πρόσωπο της Εκκλησίας. Πρότεινε στην Ιερά Σύνοδο τη
θεσμοθέτηση ειδικών συνοδικών επιτροπών, οι όποιες άρχισαν τη μελέτη κρίσιμων ζητημάτων της
εποχής μας. Παράλληλα επέδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για το κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο,
παίρνοντας μια σειρά πρωτοβουλιών, όπως την παροχή επιδόματος της Εκκλησίας για το τρίτο παιδί
των οικογενειών πού ζουν στη Θράκη, στη στήριξη των κακοποιημένων γυναικών, στην ενίσχυση των
παλιννοστούντων, στις οικολογικές πρωτοβουλίες, στην υποστήριξη του θεσμού των εθελοντών και
γενικά στην ενίσχυση των ευπαθών κοινωνικών ομάδων.


Ο αείμνηστος Χριστόδουλος είχε μια ξεχωριστή αγάπη στην Ελλάδα, ως διαχρονική πολιτιστική
οντότητα, ως κοιτίδα υψηλών αξιών και ως συνέχεια μιας ανυπέρβλητης πνευματικής
παρακαταθήκης. Με παρρησία και τόλμη τοποθετήθηκε συχνά στα εθνικά ζητήματα της χώρας,
τονώνοντας την αυτοπεποίθηση και την αισιοδοξία του ελληνικού λαού.

Κατηγορήθηκε ο μακαριστός ως εθνικιστής και λαϊκιστής. Ο ίδιος απάντησε κάποτε: «Μερικοί με

λένε εθνικιστή και άλλοι λαϊκιστή. Λάθος. Ούτε εθνικιστής είμαι ούτε λαϊκιστής. Υπηρετώ και αγαπώ την
Εκκλησία μας με όλες μου τις δυνάμεις. Αγαπώ και την πατρίδα μας την Ελλάδα, την ένδοξη χώρα
μας».


Πράγματι ό Χριστόδουλος δεν ήταν εθνικιστής. Ήταν ένας αγνός πατριώτης. Ως εμβριθής περί τα
θεολογικά, γνώριζε πολύ καλά ότι ο εθνικισμός ως διχαστικό γεγονός κατατέμνει την οικουμενικότητα
της Ορθοδοξίας, καταστρατηγεί την ενότητα των ανθρώπων και, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το
κήρυγμα της παγκοσμιότητας και υπερφυλετικότητας της εν Χριστώ σωτηρίας.
Ο αείμνηστος Πρωθιεράρχης ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος και ευαίσθητος για τα εθνικά μας θέματα.
Διαρκώς επεσήμαινε τους εθνικούς μας κινδύνους στους πολίτες της χώρας και ενημέρωνε για αυτά
θεσμικούς φορείς και προσωπικότητες του εξωτερικού.


Ιδιαίτερα ανήσυχος ήταν για το Μακεδονικό. Στην με ημερομηνία 17-11-2004 επιστολή του προς
τους αρχηγούς των ευρωπαϊκών κρατών και τους προκαθημένους των Εκκλησιών εκφράζει τη μεγάλη
του αγωνία για το ζήτημα αυτό. «Η χρήση του ονόματος "Μακεδονία" από τα Σκόπια», γράφει, «είναι
κάτι περισσότερο από μια απλή και αθώα πολιτιστική υπεξαίρεση. Και αυτό, γιατί στην περιοχή μας τα
όρια του πολιτιστικού, του πολιτικού και του επεκτατικού είναι αμυδρά». Παράλληλα με την πολιτική
διάσταση του μακεδονικού ζητήματος, ασχολήθηκε και με την εκκλησιαστική, στηρίζοντας τον
μαρτυρικό Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Ιωάννη.


Αλλά και στο βορειοηπειρωτικό ζήτημα ο Χριστόδουλος έδωσε δυναμική παρουσία. Πάλιν και
πολλάκις αναφέρθηκε στις συνθήκες κάτω από τις όποιες ζουν οι αδελφοί βορειοηπειρώτες
χριστιανοί, εξέφρασε την αγανάκτηση του για τη βία και την καταπίεση της θρησκευτικής συνειδήσεώς
τους και τόνισε ότι και για το μεγάλο αυτό εθνικό μας πρόβλημα χρειάζεται σωστή εθνική στρατηγική
και υπεύθυνη αντιμετώπιση, γιατί «οι καιροί ού μενετοί και οι ιστορικές ευθύνες μεγάλες».
Με ξεχωριστή αγωνία μιλούσε για το κυπριακό ζήτημα και τις αδικίες που έγιναν σε βάρος του
κυπριακού ελληνισμού. Σε ομιλία του στους Ευρωβουλευτές τόνισε: «Έχω αγωνία για το μέλλον της
Κύπρου... Η Κύπρος είναι τούτη την ώρα κάρβουνο στην ψυχή μου; και ελπίζω και προσεύχομαι...».
Κατά την επίσημη επίσκεψή του στην Κύπρο διαπίστωσε ότι ό κυπριακός ελληνισμός παραμένει
αταλάντευτα προσηλωμένος στις πνευματικές και εθνικές του καταβολές. Κυριαρχείται από το
αδιαπραγμάτευτο αίτημα μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης, που θα επανενώσει πραγματικά την Κύπρο
σε ένα ελεύθερο, ενιαίο, ανεξάρτητο και δημοκρατικό κράτος.


Αλλά και στο κουτσοβλαχικό ζήτημα ήταν απόλυτος. Στα εγκαίνια τού ιερού ναού άγιου Νικολάου
Νυμφαίου Φλωρίνης είχε πει: «Οι Βλάχοι ήταν και είναι γνησιότατοι Έλληνες. Πρωτοστάτησαν στους
εθνικούς αγώνες και την κοινωνική ευποιΐα, καλλιέργησαν τα γράμματα και τις τέχνες και γενικά
διέπρεψαν σε κάθε τομέα της ελληνικής ζωής».


Θυμάμαι στο περιθώριο της επισήμου επισκέψεως του στην Εκκλησία της Ρουμανίας, όπου είχα
την τιμή να τον συνοδεύσω, είχε πει στον τότε Μητροπολίτη Μολδαβίας και νυν Πατριάρχη Ρουμανίας
Δανιήλ: «η προσπάθεια να αποδειχθεί ότι οι Βλάχοι της Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας ήρθαν
από τη Δακία, εκτός από το ότι είναι ιστορικά ατεκμηρίωτη, είναι λογικά ακατανόητη και πρακτικά
ασύμφορη, αφού κανένας δεν αφήνει τις εύφορες πεδιάδες της Δακίας για να εγκατασταθεί στα
κατσάβραχα της Πίνδου και του Βοΐου».


Εκείνο που ιδιαίτερα τον στενοχωρούσε ήταν ο βιασμός της ιστορικής αλήθειας και ο
ανεπίτρεπτος ακρωτηριασμός της στην προκρούστεια κλίνη των ιδεολογικών προκαταλήψεων, των
υλιστικών σχημάτων, της μονολιθικής σκέψεως και των σοφιστικών συλλογισμών. Η διατήρηση της
ιστορικής μνήμης είναι για τον Χριστόδουλο βασική προϋπόθεση επιβιώσεως των Εθνών. Η λήθη
είναι νέκρωση της ιστορίας και παρακώλυση της ιστορικής συνέχειας, δηλαδή ιστορικός θάνατος. Η
συντήρηση της εθνικής μνήμης, αντίθετα, παροντοποιεΐ την Ιστορία και εξασφαλίζει τη συνέχεια.
Πάντα τόνιζε ότι «ή ιστορική εξέλιξη στις διαπροσωπικές και διακρατικές σχέσεις δεν πρέπει να μας
οδηγήσει στο να λησμονούμε την ιστορική αλήθεια».
Νους ανοικτός και δεκτικός στις προκλήσεις των καιρών, καθώς ήταν, χωρίς αγκυλώσεις και
εσωστρέφειες, φρόντιζε για την ενίσχυση του ρόλου της Ορθοδοξίας στον κόσμο, προβάλλοντας με
συνέπεια την ορθόδοξη παράδοση και μαρτυρία στα ευρωπαϊκά και διεθνή φόρα.
Υπήρξε υπέρμαχος της ευρωπαϊκής ενώσεως με την προϋπόθεση ότι αυτή θα σέβεται την
ταυτότητα και ιδιοπροσωπία του κάθε λαού, τη γλώσσα του, τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα, την
παράδοση και την κληρονομιά του. Ήθελε μια Ευρώπη-παράγοντα σταθερότητας για όλο τον κόσμο,
στην οποία οι ηγέτες της δεν θα αποφασίζουν με βάση το συμφέρον, αλλά το δίκαιο. Μια Ευρώπη -
παράγοντα ανεκτικότητας προς τους άλλους πολιτισμούς και τις θρησκείες και συνεργασίας με όλους
τούς λαούς της γης.


Ιδιαίτερα σκληρός ήταν στην άρνηση των ευρωπαίων ηγετών να αναγραφεί στο Σύνταγμα της
Ευρώπης ο Χριστιανισμός, ως θεμέλιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πίστευε ότι δεν είναι δυνατόν οι
ευρωπαϊκοί λαοί να πορεύονται σε μια προσπάθεια συνενώσεως και συνεργασίας με κριτήρια μόνον
τα οικονομικά συμφέροντα. Αλλά ότι χρειάζεται και μια ανώτερη πνευματική θεώρηση και σκοποθεσία,
που θα αποτελεί την εμπνέουσα δύναμη για τα άτομα και τις κυβερνήσεις. Και αυτή η δύναμη είναι ο
Χριστιανισμός. «Ευρώπη», τόνισε ο μακαριστός Χριστόδουλος, «δεν είναι ένας γεωγραφικός όρος. Η
Ευρώπη είναι πολιτιστικό μόρφωμα. Η αναφορά στον Χριστιανισμό δεν ζητήθηκε ως πράξη
παρεμπόδισης του λαϊκού κράτους αλλά ως πράξη διαφύλαξης της ευρωπαϊκής συνείδησης».
Πέρασαν δέκα ολόκληρα χρόνια αφότου ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έπαυσε να
βρίσκεται σωματικά κοντά μας. Έφυγε για την ατέρμονη αιωνιότητα, όπου «ήχος καθαρός
εορταζόντων». Με το κεφάλι ψηλά. Με τη συνείδηση αναπαυμένη ότι «τον καλόν αγώνα ηγωνίσατο».
Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος με τη λιπαρά μόρφωση, το υψηλό ήθος, τον ακάματο ζήλο, τη
γρηγορούσα συνείδηση και το υψηλό αίσθημα ελληνορθόδοξης ευθύνης, δεν πέθανε. Γιατί οι μεγάλοι
δεν πεθαίνουν. Δεν πεθαίνουν και όταν ακόμη βρίσκονται εν τάφω. Και ο Χριστόδουλος ανήκει στους
Μεγάλους. Γι' αυτό και ζει στη συνείδηση του λαού που τον αναπολεί στις μεγάλες εθνικές κρίσεις,
στα έργα του, στα βιβλία του, στις ευεργεσίες του, στις υποθήκες αρχών και συνέπειας που έδωσε με
τη ζωή του.


Ό Χριστόδουλος υπήρξε ασυμβίβαστος στις αρχές του. Δεν υποχώρησε μπροστά σε εξουσίες
που θέλησαν να τραυματίσουν το ήθος του λαού μας, να χαλαρώσουν τις αντιστάσεις του απέναντι σε
ξενόφερτες συνήθειες που αντιστρατεύονται την παράδοση και ασεβούν απέναντι στην ιστορία του.
Σε μια κοινωνία που προβάλλει αλλοτριωμένα πρότυπα ζωής και δημιουργεί δευτερογενείς
πλασματικές ανάγκες, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ανοίγει δρόμους, προβληματίζει και οδηγεί
τους νεωτέρους στο δρόμο του θρησκευτικού και εθνικού χρέους. Οι πνευματικές του παρακαταθήκες
είναι ολόκληρο ιδεολογικό οικοδόμημα και αποτελούν οδηγό συμπεριφοράς για όλους μας.
Παρακαταθήκες που μεταφράζονται σε εκκλησιαστικό ήθος, σεβασμό στην παράδοση και τις άξιες
του Γένους, αγάπη μέχρι θυσίας για την ορθόδοξη πίστη και την πατρίδα.