ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α’ -Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ( 8-9-1914 – 2-10-1991)
Oικουμενικός Πατριαρχης Δημήτριος ο Α' :
Δεν επιθυμώ να με γράψει η ιστορία όταν θα πεθάνω. Ούτε να με θυμούνται οι άνθρωποι. Το μόνο που θέλω είναι να ζει το Φανάρι, για να ζωντανεύη την ακοίμητη συνείδηση του Γένους».
Σε ανύποπτο χρόνο και μέσα σε μια νύχτα, ο αείμνηστος, από Μητροπολίτης Ίμβρου και Τενέδου Δημήτριος βρέθηκε στον πατριαρχικό Θρόνο, χωρίς καν να το επιδιώξει, χωρίς καν να το σκεφθεί και χωρίς καν ακόμη να το γνωρίζει, εκ των προτέρων, όπως θα έπρεπε. Όταν η εξέλιξη των πραγμάτων έβαινε προς αδιέξοδο, oι φωτισμένες μορφές των Μητροπολιτών, που είχαν το βάρος της χηρείας του Οικουμενικού Θρόνου, με την φώτιση και του Αγίου Πνεύματος, απεφάσισαν να εκλέξουν τον από Ίμβρου και Τενέδου Δημήτριο στον Πατριαρχικό Θρόνο. Ο ήπιος στον χαραχτήρα, ο μειλίχιος και πράος στην όψη, ο ήρεμος και μετριόφρων Δημήτριος επιλέγει να φέρει σε πέρας ένα μεγάλο έργο σε δύσκολες μέρες, όπου oι ομογενείς της Κωνσταντινούπολης, κάτω από δύσκολες καταστάσεις, εγκαταλείπουν σωρηδόν τη γενέτειρά τους με αβέβαιη την επάνοδο.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Δημήτριος έμαθε την εκλογή του την τελευταία στιγμή, ως κεραυνό εν αιθρία, και αναδείχθηκε ως ο επικεφαλής της Πρωτοθρόνου Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, χωρίς καμία επιδίωξη. Αντίθετα, αποποιήθηκε την υψηλή αυτή τιμή που του έκαναν με δάκρυα. Η ευσεβής υπακοή, η ταπείνωση και ο φόβος του προς τον Θεό έκαμψαν την αντίστασή του και τελικά δέχθηκε το μαρτυρικό αξίωμα του Προκαθημένου του Οικουμενικού Θρόνου. Kαι όλα αυτά ακόμη την εποχή που oι διορθόδοξες σχέσεις έπρεπε από απλή επικοινωνία να εξελιχθούν σε σταθερή συνεργασία.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1914 στο προάστιο του Βοσπόρου, τα Θαραπειά, από τον Παναγιώτη και την Ειρήνη Παπαδοπούλου. Τα πρώτα γράμματα τα μαθαίνει στη δημοτική σχολή της κοινότητας Θεραπείων και μετά συνεχίζει στο Γαλλοελληνικό Λύκειο του Γαλατά. Το έτος 1931 εισέρχεται στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την οποία αποφοιτεί το 1937, αφού υποβάλλει τη διατριβή επί πτυχίω «Η Ανάστασις του Κυρίου και αι κατ' αυτής ενστάσεις». Στις 25 Απριλίου του 1937, Κυριακή των Βαΐων, χειροτονείται διάκονος από τον Επίσκοπο Ναζιανζού Φιλόθεο, στον ιερό Ναό των Ταξιαρχών του Μεγάλου Ρεύματος, για να υπηρετήσει στην κοινότητα αυτή. Όμως από τον Οκτώβριο του 1937 μέχρι τον Αύγουστο του 1938 υπηρετεί ως γραμματέας και ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Εδέσσης, υπό τον Μητροπολίτη Παντελεήμονα. Στη συνέχεια επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη και υπηρετεί ως διάκονος στον Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στα Υψωμαθειά, έως τον Απρίλιο του 1939. Από το Μάιο του 1939 μέχρι τις 29 Μαρτίου 1942 υπηρετεί ως διάκονος στο Ναό των Δώδεκα Αποστόλων στο Φερίκιοϊ. Από δε την 29η Μαρτίου 1942, οπότε και χειροτονείται πρεσβύτερος πάλι από τον Επίσκοπο Ναζιανζού Φιλόθεο, υπηρετεί την κοινότητα ως ιερέας, έως τον Ιούνιο του 1945.
Από τον Ιούλιο του 1945 και για πέντε χρόνια διορίζεται προϊστάμενος της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Τεχεράνης στην Περσία. Παράλληλα, διδάσκει την αρχαία ελληνική γλώσσα, για ένα χρόνο, στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης. Το 1950, επανέρχεται στην Κωνσταντινούπολη, για να αναλάβει και πάλι τα ιερατικά του καθήκοντα στη κοινότητα των Δώδεκα Αποστόλων, στο Φερίκιοϊ, μέχρι το 1964. Όλη αυτή την περίοδο των 14 χρόνων διδάσκει επίσης στην αστική σχολή της κοινότητας το μάθημα των θρησκευτικών.
Την 23η Ιουλίου 1964, εκλέγεται από την Ιερά Σύνοδο τον Οικουμενικού Πατριαρχείου Βοηθός Επίσκοπος της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως για την περιοχή Ταταούλων - Πικριδίου, υπό τον τίτλο του Επισκόπου Ελαίας. Η χειροτονία του έγινε στις 9 Αυγούστου 1964, στον Ναό του Αγίου Δημητρίου Ταταούλων από τους Μητροπολίτες Ηλιουπόλεως και Θείρων Μελίτωνα, Ροδοπόλεως Ιερώνυμο και Μιλήτου Αιμιλιανό. Λίγο αργότερα ανεβαίνει στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης.Η εκλογή υπήρξε έκπληξη για όλους και δύσκολα έγινε πιστευτή. Ακόμα και όταν επέστρεψε στο σπίτι του και τον ρώτησε η αδελφή του ποιος τελικά εtναι ο νέος Πατριάρχης, ούτε κι εκείνη τον πιστεύει, αφού επρόκειτο για το μόνο άνθρωπο ο οποίος ποτέ δε σκέφθηκε σε όλη του τη ζωή το αξίωμα αυτό, αλλά ούτε και επιδίωξε άλλα αξιώματα και τίτλους. Αντίθετα ήταν ταπεινός διάκονος όλων. Με τη βοήθεια όμως της Θείας Χάριτος ανέλαβε τελικά το βαρύ φορτίο της διακυβέρνησης του Πρώτου θρόνου της Ορθοδοξίας.
Η ενθρόνισή του γίνεται την Τρίτη,18 Ιουλίου 1972, στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό. Το μεγάλο μήνυμα διαβάζει ο Μέγας Πρωτονοτάριος Εμμανουήλ Φωτιάδης, τη δε ποιμαντορική ράβδο την προσφέρει ο πρώτος τη τάξει Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων, ενώ από τον άμβωνα, ο επίσκοπος Απολλωνιάδος Κωνσταντίνος, καθηγητής της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αγορεύει και προσφωνεί τον νέο Οικουμενικό Πατριάρχη. Στον ενθρονιστήριο λόγο του, καταλαβαίνει κανείς την ταπεινότητα που διακατείχε σε όλη του τη ζωή το νέο Πατριάρχη, αλλά και τις δυσκολίες τελικά που πλαισιώνουν τη ζωή του Πατριαρχείου. Εκεί στην Κωνσταντινούπολη, στο Φανάρι, η ψυχή των ανθρώπων εξοπλίζεται όχι μόνο με μια ελπίδα για την ζωή αλλά και με την απόφαση να μην υποταχθούν και ενδώσουν στις δυσκολίες, αντίθετα ν' αγωνισθούν με ηρωισμό, ώσπου να ξεκαθαρίσει μια μέρα ο ορίζοντας και oι περιπέτειες να γίνουν πιο υποφερτές.
Ο Δημήτριος αναλαμβάνει καθήκοντα σ' ένα περιβάλλον του οποίου το κλίμα δεν είχε γνωρίσει ποτέ και με του οποίου τις υπηρεσίες δεν είχε ασχοληθεί, αφού δεν είχε υπηρετήσει στην πατριαρχική αυλή. Είχε όμως δίπλα του ικανότατους συνοδικούς Ιεράρχες για να τον βοηθήσουν στο δύσκολο έργο του και ικανότατο Πρωτοσύγκελλο σε όλη την πατριαρχεία του. Μετά από όλα τα γεγονότα που συνέβησαν κατά την εκλογή και τα οποία παρακολούθησα από κοντά, έχω την πεποίθηση ότι το να γίνει κάποιος Οικουμενικός Πατριάρχης δεν είναι ζήτημα ψήφων ή επιρροής, αλλά θέλημα Θεού. Έτσι και ο Πατριάρχης Δημήτριος κατέλαβε το αξίωμα αυτό, διότι έτσι το ήθελε ο Θεός. Επί 19 χρόνια, είχε μια δοξασμένη πατριαρχεία. Έγινε αγαπητός από όλους. Τίποτε το προσποιητό. Πάντοτε είχε να πει ένα καλό λόγο σε όλους. Όταν καθόσουν και μιλούσες μαζί του ήταν τόσο απλός, τόσο φιλικός και τόσο ταπεινός, ώστε κανείς δεν αισθανόταν αμήχανα μαζί του.
Το ταπεινό Φανάρι επισκέπτονται οι προκαθήμενοι Ορθόδοξοι Πατριάρχες, με πρώτο τον Αλεξανδρείας, τον Αντιοχείας, τον Ιεροσολύμων, ο Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών Αλέξιος, επίσης οι Πατριάρχες Σερβίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Όλοι όσοι επισκέπτονται τον Πατριάρχη Δημήτριο φεύγουν γοητευμένοι από το Φανάρι. Η απλότητά του τους σαγηνεύει. Πιστεύει στον Θεολογικό διάλογο, θέλει οι αποφάσεις που παίρνονται να είναι βιώσιμες, επιθυμεί να οικοδομηθεί μια Ορθόδοξος Εκκλησία επί την πέτραν και όχι επί της άμμου. Ενδιαφέρεται για την σύσφιξη των σχέσεων με τις Παραχαλκηδόνιες Εκκλησίες και γι' αυτό τον λόγο έχει συστήσει Διορθόδοξο Επιτροπή. Παίρνει θέση στο πρόβλημα των Ορθοδόξων της διασποράς. Διακηρύσσει ότι οι σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τ' άλλα Πατριαρχεία και τις αυτοκέφαλες εκκλησίες είναι σχέσεις αδελφικές, όπως υπαγορεύει η κοινή πίστη των και η παράδοσις της Ορθοδοξίας. Θεωρεί αυτονόητη την αγάπη και την επικοινωνία των Εκκλησιών.
Το 1990, ο Δημήτριος ξεκινά ταξίδι στο Άγιον Όρος, ένα ταξίδι προς το κέντρο του μοναχισμού, το οποίο αφήνει τα σημάδια του στην ιστορία. Επισκέπτεται τα περισσότερα Μοναστήρια από κοντά για να τα ευλογήσει. Μετά την ακολουθία τον Εσπερινού, την πρώτη ημέρα της επισκέψεως στο Άγιον Όρος, εκμυστηρεύεται για πρώτη φορά σε όσους βρίσκονται στο ναό του Πρωτάτου και μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς του «Άξιον Εστί» λέει τα εξής: «Άγιοι πατέρες, θέλω να σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου κάνατε, έχοντας την ευγενή καλοσύνη να φέρετε την Θαυματουργό εικόνα της Παναγίας στην Αθήνα, όταν επισκέφθηκα την Εκκλησία της Ελλάδος. Τη στιγμή που προσκυνούσα την εικόνα στον Μητροπολιτικό Ναό, γονάτισα μπροστά της και παρακάλεσα να με βοηθήσει να βρω τα χρήματα για να χτίσω το Πατριαρχικό κτίριο και το θαύμα έγινε. Το ίδιο βράδυ ήρθε ο κ. Παναγιώτης Αγγελόπουλος και μου είπε ότι η οικογένειά του ήταν πρόθυμη να αναλάβει όλα τα έξοδα για το κτίσιμο του μεγάρου». Η αληθινή πίστις του στον Χριστό και την Παναγία τον είχαν και πάλι βοηθήσει. Μετά από μερικές μέρες φθάσαμε στο Βόλο, όπου και εκεί του επεφύλαξαν θερμή υποδοχή ο Μητροπολίτης Δημητριάδος και η Ελληνική Κυβέρνηση.
Ο Πατριάρχης Δημήτριος φεύγει από τη ζωή στις 2 Οκτωβρίου του 1991, μετά από ένα καρδιακό επεισόδιο. Φεύγει πικραμένος από μερικούς ανθρώπους, ο άνθρωπος, ο οποίος ποτέ δεν πίκρανε κανέναν σε όλη του τη ζωή. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος απεδήμησε στην αιωνιότητα. Για το έργο του και την δραστηριότητά του ειπώθηκαν πολλά και γράφτηκαν περισσότερα. H τελευταία όμως πράξη της ζωής του αναμφισβήτητα γράφτηκε λίγες μέρες μετά τον θάνατο του. Ήταν η στιγμή που πόλος έλξης του κόσμου γινόταν η μητέρα πασών των Εκκλησιών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και επίκεντρο σεβασμού το σεπτό σκήνωμα του Προκαθημένου της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, του μεγάλου αυτού ταπεινού ιεράρχη που δίδασκε με τη σιωπή του, που δημιουργούσε με την πραότητά του, που ακτινοβολούσε με το φωτεινό πρόσωπό του. Ο Πατριάρχης Δημήτριος υπήρξε Οικουμενικός αλλά και Πνευματικός ηγέτης του Γένους, άξιος της μακραίωνης παράδοσης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.Επιβάλλεται να τελειώσουμε την παρουσίαση του βίου και της πολιτείας του Πατριάρχη Δημητρίου με αυτά τα λόγια του αειμνήστου Πατριάρχη: «Δεν επιθυμώ να με γράψη η ιστορία όταν θα πεθάνω. Ούτε να με θυμούνται οι άνθρωποι. Το μόνο που θέλω είναι να ζει το Φανάρι, για να ζωντανεύη την ακοίμητη συνείδηση του Γένους».
Πηγή: Σύλλογος Μουσικόφιλων Κων/πολης
ΠΗΓΗ: ektimotheou.blogspot.com