el-ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

2021-07-04

του ἀρχιμ. Σιατίστης Ἐφραὶμ Τριανταφυλλόπουλου


ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Μὲ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ φέρνει ὁ Ἴδιος σὲ πέρας τὸ ἔργο ποὺ Τοῦ ἀνέθεσε ὁ Πατέρας.

Ἡ Ἐκκλησία, ὑπάρχουσα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων, προπτωτικά, μεταπτωτικά, στοὺς χρόνους τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὅπου φανερώνεται ἡ δόξα Της καὶ ἐκδηλώνεται καὶ ὡς τ ό π ο ς σ ύ ν α ξ η ς πλέον, ὣς καὶ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ τὴ βασιλεία τὴν ἄδυτη, εἶναι ἡ καταφυγή μας, ἡ φωλιά μας, ἡ ἐλπίδα μας, ὁ στηριγμός μας, ὁ φυσικός μας χῶρος, ὅπου μᾶς ἀναζωογονεῖ ὁ οὔριος ἄνεμος ἑνὸς πάντοτε ἀμετάπτωτου εὔκρατου κλίματος. Οἱ πτώσεις εἶναι δικές μας.

Ὁ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἀληθινό, ποὺ σὰν νοητὸς Ἰορδάνης ἀρδεύει τὴν Ἐκκλησία, μᾶς θάλπει, δορυφορεῖ, δωροφορεῖ, λαμπρύνει καὶ καλλύνει τοὺς Ὀρθοδόξους ὅλων τῶν αἰώνων, καθιστώντας δυνατὸ γιὰ τὸν καθένα ποὺ τὸ ἐπιθυμεῖ, προσωπικὰ καὶ ἐλεύθερα νὰ οἰκειοποιεῖται τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, δεχόμενος τὴ φλόγα τῆς προσωπικῆς του Πεντηκοστῆς. Στερεώνει τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα μας. Γι' αὐτὸ καὶ στὸ ὑπερῷο ἐμφανίζεται τὸ Παράκλητον Πνεῦμα σὰν διαμεριζόμενες γλῶσσες ποὺ κάθονται ἀνὰ μία στὴν κεφαλὴ ἑνὸς ἑκάστου τῶν συνηγμένων. Ἡ σχέση συνεπῶς μὲ τὸν Χριστὸ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι προσωπική. Ὁ Χριστὸς καλεῖ προσωπικὰ τὸν καθένα, μᾶς στέλνει στὴν Ἐκκλησία Του καὶ θέλει ὅλοι νὰ σωθοῦμε.

Τὸ πρόσωπό μας εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας, ποὺ μᾶς ἑνώνει ἀπανταχοῦ τῆς γῆς.

Ἂν γιὰ τὸν νομπελίστα ποιητή μας Γιῶργο Σεφέρη ποὺ ζεῖ καὶ σκέπτεται μᾶλλον ἐκκλησιαστικὰ ὅτι «λ α ὸ ς δὲν εἶναι ἕνα ἀνθρωπομάζωμα .. τῆς στιγμῆς, ἀλλὰ ἕνα ὀργανικὸ σύνολο πού ... ἀκολουθεῖ, διαμορφώνει ... μιὰ ζωὴ ἑνιαία, ὅσο κυματιστὴ κι ἂν εἶναι· μιὰν ἀπέραντη ἀ λ λ η λ ε γ γ ύ η π ε θ α μ έ ν ω ν κ α ὶ ζ ω ν τ α ν ῶ ν», τελικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ λειτουργεῖ σὰν ζωτικός μας χῶρος, στὴ Χώρα τῶν Ζώντων, ἐμεῖς ὁ λαός, παρ'ὅλους τοὺς κλυδωνισμοὺς τοῦ Σκάφους, προχωροῦμε, καί, πρωτίστως ἑνούμενοι μὲ τὸ Χριστὸ διὰ τοῦ σώματος καὶ αἵματός Του, ἀκολούθως δὲ μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἁγίων τῶν ἀπ' αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων, ὅσο καὶ μὲ τὶς προσευχὲς ζώντων καὶ κεκοιμημένων ὧν Κύριος γινώσκει τὰ ὀνόματα, διαπορθμευόμαστε πρὸς τὴν ὄντως ζωή. Εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ μέλλον καὶ ἀγκαλιάζει παρελθὸν καὶ μέλλον μέσα στὸ παρόν, τὸ Τώρα «τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ σύνθεσιν τῶν δύο ἄλλων ἐκτάσεων, τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος καὶ χαίρει διὰ τοῦτο προτεραιότητος», μᾶς θυμίζει ὁ μακαρίτης Νῖκος Νησιώτης.

Βυθισμένοι σὲ πλησμονὴ χαρᾶς μνημονεύουμε καὶ μεῖς ἀντιφωνικὰ τοὺς αἰωνίως ἀλληλέγγυους σ'ἐμᾶς: τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ὅλους τοὺς ἁγίους, ἀδέλφια, μαθητὲς καὶ τέκνα τοῦ Υἱοῦ της ποὺ ὡς κεκοιμημένοι εἶναι περισσότερο ζωντανοὶ ἀπ' ὅ,τι ἦταν ὅταν ζοῦσαν. Μαθαίνουμε νὰ ζοῦμε «μὲ τὴν ἀνάσα τῶν νεκρῶν» ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ καθηγητὴς Νῖκος Ματσούκας, γιὰ ν' ἀποκτήσουμε τὴ ζωντάνια τους ποὺ νίκησε μιὰ γιὰ πάντα τὸ θάνατο. Πόσο μᾶλλον -κατὰ τὸ ἀνθρώπινο- δὲν θὰ αἰσθανθοῦμε πολὺ κοντά μας τοὺς ἁγίους, ὅταν μάλιστα ζήσαμε καὶ κάποιους ἀπὸ αὐτούς, μᾶς μίλησαν ὡς κανονικοὶ ἄνθρωποι χωρὶς τίποτε τὸ «ἰδιαίτερο» καὶ περιττό, τοὺς συναναστραφήκαμε ἔστω καὶ λίγο, τοὺς ἀκούσαμε σὰν πολὺ κοντινά, δικά μας πρόσωπα καὶ στὸ πρόσωπό τους συναντήσαμε τὸν ἀληθινὸ ἀδελφό, πατέρα, μητέρα, φίλο, ἐν τέλει τὸν Ἴδιο τὸ Χριστό;

Οἱ ἅγιοι ὅλων τῶν αἰώνων εἶναι οἱ εὔχυμοι καρποὶ τοῦ Παρακλήτου, παιδιὰ καὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ χάρη ἀνθρωπόθεοι ποὺ συνεχίζουν τὸ Χριστὸ μέσα στὸ ἀγροτεμάχιο τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Γεωγραφίας. Ἀνταποκρίθηκαν στὸ κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ μία «ἀναρχική», ἐσωτερικὴ -κυρίως- κίνηση/διάθεση ποὺ παρέμεινε ἀταλάντευτη τελικά, διέγραψαν ὅλα «τὰ τοῦ κόσμου τερπνὰ» μὲ τὸ Χ τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι συναρμολογεῖται ἡ ζωή τους καὶ τεχνουργοῦνται τὰ χαρίσματά τους μέσα στὰ σπλάχνα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅπου καὶ ἐξάπαντος τὰ καταθέτουν στὴν Τράπεζα τῆς Ζωῆς πρὸς ἀνατοκισμὸ γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν.

Πέρα ἀπὸ τετράγωνες συζητήσεις περὶ ὅρων καὶ ὁρίων «τῆς πίστεως», δογμάτων, ἀναλύσεων, συνθέσεων, συγκρίσεων, συγκλίσεων, ἀποκλίσεων κλπ, -τὶ νόημα θὰ εἶχαν ἐδῶ ἄλλωστε- ἡ οὐσία εἶναι ὅτι ἐκεῖνο ποὺ σὲ μαγνητίζει σ' ἕναν Ἅγιο καὶ τοῦ παραδίνεσαι ἄνευ ὅρων καὶ ὁρίων γιὰ νὰ σὲ πάει στὸ Χριστό, εἶναι ἡ αἴσθηση ποὺ ἔχει τῆς ἐλευθερίας ποὺ τὸν κατακλύζει ὡς σταυρωμένη ἀγάπη καὶ τὸ ὅτι σὲ δέχεται ὅπως εἶσαι, χωρὶς τὴ βάσανο τῆς ἀνάκρισης καὶ τῆς ἀνάλυσης. «Καλὸν ἐστὶν ᾧδε ἡμᾶς εἶναι», λὲς καὶ ἀφήνεσαι. Ποῦ «ᾧδε»; Μέσα στὴν καρδιὰ τῶν ἁγίων, ἡ ὁποία ἔχοντας ἐκδιπλωθεῖ στὸ ἄπειρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, δεξιώνεται τοὺς πάντες. Παλάτι ἀληθινό. Αἰώρα χαρᾶς ἀπὸ στιβαρὸ ὑλικὸ ποὺ καὶ σὲ ξεκουράζει, καὶ δὲν σὲ ἀφήνει νὰ πέσεις κάτω καὶ ν'ἀπογοητευθεῖς.

Σὲ φέρνει στὸ φιλότιμο ὁ ἅγιος νὰ ἀγωνιστεῖς καὶ νὰ χτυπήσεις ἀλύπητα τὸν ἑαυτό σου. Δὲν σὲ συντρίβει, σμπαραλιάζει, θεατρίζει, ἐξουθενώνει, ἐξευτελίζει. Ὄχι νευρωτικὰ σύνδρομα, ἁμαρτιοφοβίες καὶ ἐνοχικές, ἰδωτικές, τρομοκρατικὲς θεολογίες τῶν τἄχατες «ἁγίων» ποὺ βασανίζουν ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους, βάζοντας τὸ λογισμό τους πάνω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Συνήθως ὅταν ἀκοῦμε γιὰ ἁγίους, τοὺς φανταζόμαστε σὰν ἐξωπραγματικὰ ὄντα, οὐτοπικὲς ὑπάρξεις, ἢ -καὶ εἰδικότερα οἱ ἄνθρωποι ποὺ θέλουμε νὰ λεγόμαστε «τῆς ἐκκλησίας»- φαντασιώνουμε μὲ κάτι ἄσαρκες πνευματικὲς πραγματικότητες καὶ ἐξαϋλώσεις ποὺ ὑποσυνειδήτως τοὐλάχιστον δείχνουν καὶ μία ἀποστροφὴ πρὸς ὁτιδήποτε σωματικό, ὑλικό. Θαρρεῖς πὼς ἀπὸ δῶ στέκει ἡ «ὕλη» καὶ ἀπὸ κεῖ ἕνα ἀπροσδιόριστο «πνεῦμα» πάντα σὲ ἀντιπαλότητα μεταξύ τους, διακρινόμενα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο καὶ πάντα μὲ ἐξιδανίκευση τοῦ πνευματικοῦ καὶ ὑποτίμηση τοῦ ὑλικοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ τὶ δηλώνουμε ὡς Ὀρθοδοξία (μας), ἡ πραγματικότητα εἶναι ὅτι ἡ νοοτροπία μας ρέπει πρὸς τὸν Νεστοριανισμὸ ἢ τὸν Μονοφυσιτισμό, καὶ αὐτὸ μεταφράζεται σὲ διάσταση δόγματος/ἤθους, δηλαδὴ ἄλλα λέμε κι ἄλλα ζοῦμε, ἄλλα «πιστεύουμε» κι ἄλλα πράττουμε. Ὁ διαχωρισμὸς γιὰ παράδειγμα τῶν χώρων, τῶν συζητήσεων καὶ τῶν χρονικῶν περιόδων σὲ «ἱερὰ» καὶ «βέβηλα» ἢ ἡ ἐμμονικὴ ἐνασχόλησή μας μόνο μὲ τὰ «πνευματικὰ» καὶ ὄχι «κοσμικὰ» ζητήματα κρύβει τέτοιου εἴδους νεστοριανικὲς καὶ μονοφυσιτικὲς διαστρεβλώσεις. Εὐτυχῶς ὅμως, στὸν ἀντίποδα τῶν ἀνωτέρω πλαστογραφήσεων τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὁ Χριστός μας μᾶς προσφέρει τὰ ἔ ν σ α ρ κ α παραδείγματά του μέσα στὴν Ἱστορία, τὰ μυστικὰ «ραβασάκια» τῆς ἀγάπης Του -ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ- καὶ αὐτὰ εἶναι οἱ ἅγιοί μας. Εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πάντοτε καὶ παντοῦ εἶναι ἐν τῷ Χριστῷ, ὁλόκληροι, δίχως κρατούμενα καὶ διχασμούς. Αὐτοὶ μᾶς δροσίζουν ἢ θερμαίνουν, μᾶς παρηγοροῦν ἢ μᾶς χαρίζουν ὑπομονή, ἐνῶ ἄλλοτε μᾶς διασώζουν, ὁδηγοῦν καὶ ἀσφαλίζουν στερεώτερα στὸ Λιμάνι, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Εἶναι οἱ αὐθεντικοὶ ἄνθρωποι οἱ Ἅγιοι κάθε ἐποχῆς, οἱ «ὡραῖοι» ἄνθρωποι, ποὺ σημαίνει ὥριμοι, τῆς ὥρας ἄνθρωποι, μὲ πνευματικὴ καὶ ψυχικὴ ὡριμότητα. Θὰ ἀναφερθοῦμε στὸ παρὸν ἄρθρο σὲ τέσσερις σύγχρονους ἀπὸ αὐτούς, ἁγίους τῆς ἐποχῆς μας.

Μίλαγε ὁ ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης ἀλλὰ καὶ «ὁ τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν», ὁ τῆς ἐρήμου καὶ τῆς πόλης, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔνιωθε τόσο πολὺ νὰ τοῦ κατατρώει τὰ σωθικά, ὥστε λαχταροῦσε νὰ πάει στοὺς Χίππυς στὰ Μάταλα τῆς Κρήτης νὰ τοὺς διδάξει Χριστό. Ἄλλοτε, σὲ Εὐρωπαίους τουρίστες, καθὼς τοὺς ξεναγοῦσε, τοὺς μάθαινε μέσα στὸ τουριστικὸ λεωφορεῖο τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ κεῖνοι ὅλο «Πορφύριος!» καὶ «Πορφύριος!» φώναζαν καὶ τὸν ἀναζητοῦσαν ὅταν ἔλειπε. Λάμβανε σάρκα καὶ ὀστᾶ ἤδη στὸ πρόσωπο τοῦ ὁσίου πατρὸς ἐκεῖνο ποὺ εἶχε γράψει ἀργότερα ἡ παρισινὴ ἐφημερίδα Le Monde τὴν ἐποχὴ (1981) ποὺ πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπίσημη ἔνταξη τῆς Ἑλλάδος στὴν ΕΟΚ: «Ἡ Εὐρώπη ὑποδέχεται τὴ χώρα τῆς Φιλοκαλίας»!

Δοκιμασμένος σὰν τὸ χρυσὸ στὸ χωνευτήρι σὲ ἔβλεπε «ἀπὸ μέσα» καὶ ἦταν φυσικὸ γι' αὐτὸν νὰ βλέπει ἔτσι. Ἔτσι ζοῦσε ἐκεῖνος, ἐν τῷ Θεῷ. Ἐνῶ ἐσὺ ἀλληθωρίζεις πνευματικά, ἐκεῖνος εἰσέρχεται στὴν καρδιά σου κεκλεισμένων τῶν θυρῶν μὲ τὴν ἄκρα εὐγένεια τοῦ Χριστοῦ.Ἐξουθενωμένος ἀπὸ ἀπερίγραπτους πειρασμοὺς χαμογελοῦσε μ'ἕνα χαμόγελο, ἀληθινὸ κομμάτι γλαυκοῦ οὐρανοῦ. Σὲ παιδιὰ τῆς νύχτας καὶ ἀπορριπτέους μοτοσυκλετιστὲς ἔβλεπε τὴν προαίρεση τῶν μικρῶν παιδιῶν ποὺ μακάρισε ὁ Χριστός, ἐνῶ σὲ «θητεύσαντες εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ παιδιόθεν ἂν μὴ καὶ ἐκ κοιλίας μητρός», διεγίνωσκε τὴ θανάσιμη τοξίνη τῆς αὐτάρκειας καὶ τῆς ἀκολουθείσης μετὰ ταῦτα ἐπάρσεως, ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο κάποιος τάχατες νὰ παίρνει γαλόνια ἀπὸ τὰ χρόνια, καὶ ἔκρουε τὸν κώδωνα κινδύνου. Δὲν ἀντέχει τίποτε τὸ μὴ αὐθεντικὸ δίπλα σ'ἕναν ἅγιο ποὺ ὁ νοῦς του διαπερνάει καρδιές, ἀλλὰ καὶ βουνά, καὶ κτήρια, καὶ θάλασσες, καὶ οὐρανούς, καὶ ἠπείρους, ἕνα ἰδιαίτερο χάρισμα «πνευματικῆς τηλεόρασης» τοῦ ὁσίου πατέρα μας.

Ἔψεγε τὸν ἑαυτό του ποὺ νέος καθὼς ἦταν ἤθελε κατὰ τὴν ἐξομολόγηση νὰ ἐφαρμόσει τὸ Πηδάλιο, ἔψεγε καλότροπα καὶ τοὺς Ἱερεῖς γιὰ τὸν «ἀφόρητο» -ἔλεγε- διδακτισμό τους, ἐπιμένοντας ὅτι ἡ σιωπὴ καὶ τὸ παράδειγμα, καθὼς καὶ ἡ μυστικὴ προσευχὴ γιὰ τοὺς πιστοὺς φέρνουν σίγουρα ἀποτελέσματα.

Ἀληθινὰ παγκοσμιοποιημένος ἄνθρωπος, οἰκουμενικῶν διαστάσεων, χαριτωμένος πνευματικός, δεξιωνόταν τοὺς πάντες μέσα τὴν καρδιά του: «εἴμαστε ἕνα καὶ μὲ ἐκείνους ποὺ φαίνεται νὰ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας· τὸ πᾶν εἶναι ὁ ἔρωτας στὸ Χριστό», ἔλεγε δείχνοντας ἔξυπνα ὅτι οὔτε τὸ δόγμα, οὔτε ἡ πίστη, οὔτε τὰ ἔργα σὲ σώζουν ἂν ἡ προαίρεσή σου δὲν εἶναι εὐθεῖα καὶ ἁπλῶς τὰ χρησιμοποιεῖς γιὰ νὰ αὐτοπροβάλλεσαι, κυρίως ὑποσυνείδητα.

Μελετοῦσε τὰ πάντα, ἔχοντας «καταφάει» τὰ λατρευτικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ὀρθόδοξος νοῦς στεκόταν ἀκριβῶς στὸ κέντρο τοῦ Πολιτισμοῦ, «ἀνακρίνοντας» τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα. Ἐπισκεπτόταν κάποτε καὶ τὴ Λυρικὴ Σκηνὴ συνοδείᾳ πνευματικοῦ του τέκνου, ὅπου καὶ ἐν ἐκστάσει μία φορὰ «εἶδε» τὸ πνεῦμα τοῦ μουσικοῦ τοῦ ὁποίου τὸ ἔργο παιζόταν ἐκείνη τὴν ὥρα, νὰ σκιρτᾶ εὐχαριστημένο ἀπὸ τὴν ἐκτέλεση, ὅπως μᾶς διηγεῖται ὁ πατὴρ Ἀνανίας Κουστένης. Ἐπέμενε νὰ ἔχουμε καλλιτεχνική, εὐαίσθητη ψυχὴ καὶ νὰ τὴν καλλιεργοῦμε μὲ περιπάτους στὴ φύση, μὲ παρατήρηση τῶν πουλιῶν καὶ τῶν φυτῶν, μὲ καλὲς παρέες. Συνιστοῦσε καὶ στὶς οἰκογένειες νὰ πηγαίνουν στὴ θάλασσα γιὰ κολύμπι, ὥστε νὰ ἔχουν καλὴ σωματικὴ ὑγεία καὶ χαρούμενη διάθεση.

«Χοντροὺς ἀνθρώπους κοντά Του δὲ θέλει ὁ Θεὸς» συνήθιζε νὰ λέει, ἀλλὰ «ψυχὲς καλλιτεχνικὲς νὰ πετᾶνε σὰν τὶς πεταλοῦδες, παντοῦ». Παρώτρυνε ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ νὰ λέγεται ἀδιάλειπτα ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἀλλὰ ἁπαλά, καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ Χριστό. Πρότεινε νὰ μὴν κάνουμε κατὰ μέτωπο ἐπίθεση στὰ πάθη μας, ἀλλὰ νὰ τὰ περιφρονοῦμε καὶ νὰ τὰ παραμερίζουμε πηγαίνοντας πάρα πέρα πρὸς τὸ Χριστό. Καταυγαζόταν ἀπὸ τὸ ἄκτιστο Φῶς τοῦ Χριστοῦ μας, χαρακτηρίζοντάς το μάλιστα «σιὲλ»(!) (λευκογάλανο παναπεῖ) σὲ ὁμιλία του καταγεγραμμένη σὲ κασέττα.

Ὀμόρφυνε τὴ ζωή μας καὶ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γι' αὐτό. Ἐξακολουθεῖ λαμπροφορεμένος νὰ κάνει τὸ ἴδιο ζωντανότερα τώρα, ἐλεύθερος ἀπὸ τὴ σύμβαση τοῦ χωροχρόνου, γι'αὐτὸ καὶ μετατρέπει σὲ εὐλογία τὸν ἰδικό μας χωροχρόνο, συντροφεύοντας ἀψευδῶς ὅποιον τὸν ἐπικαλεῖται.

Ἐνσάρκωση τῆς ταπείνωσης ἀποτελοῦσε ὁ δεύτερος ἅγιος τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν, ὁ ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Τσαλίκης. Ἦταν ὁ πάτερ «μὲ συγχωρεῖτε», διότι ἀπὸ τὶς λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦσε, οἱ μισὲς ἦταν ἡ φράση «μὲ συγχωρεῖτε». Ἀδικήθηκε καὶ πόνεσε πολὺ στὴ ζωή του ὅπως φυσικὸ εἶναι νὰ πονοῦν ὅλοι οἱ περιβεβλημένοι τὴ σάρκα ἄνθρωποι, ἰδιαίτερα ὅσοι πορεύονται τὸν ἀνάντη δρόμο τοῦ ἐν Χριστῷ ἁγιασμοῦ. Λυπήθηκε πάνω ἀπὸ τὸ μέτρο κατὰ τὸ θάνατο τῆς μητέρας του καὶ «συμμορφώθηκε» μὲ ἐπέμβαση τῆς θείας Χάριτος.

Τὸ πρᾶον καὶ εὐαίσθητον τοῦ χαρακτῆρος του, ἡ γλυκύτης στὴν ἔκφραση καὶ ἡ λαχτάρα γιὰ προσευχὴ διακρίνονταν διὰ γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ. Τὸ ἀφιλάργυρο, ἡ προόραση καὶ ἡ διόραση, ὅπως καὶ τὸ φιλακόλουθον τὸν στόλιζαν ἑδραιωμένα πάνω σ' αὐτὸ τὸ βάθρο τῆς «οὐδενίας» του. Κατὰ μαρτυρίαν Ἐπισκόπου αὐτοαποκαλοῦνταν «ψόφιο σκυλὶ ποὺ βρωμοῦσε» καὶ τὸ πίστευε.

Συνέτρεχε ὁ ἴδιος μέγα πλῆθος στὶς ὅποιες δυσκολίες του: εἴδη ἔνδυσης-ὑπόδησης, χρηματικὴ βοήθεια. Κυρίως ὅμως ἦταν ἡ προσευχή του ἐκείνη ποὺ ἔκαμπτε τὸ θεῖον ἔλεος καὶ παρηγοροῦσε τοὺς ἀναγκεμένους · ἡ παροιμιώδης παρρησία τῆς προσευχῆς αὐτῆς, ποὺ λάμβανε συχνὰ μορφὴ διαλόγου ζωντανοῦ-προφορικοῦ μὲ τὸν προστάτη καὶ ἔφορο τῆς Μονῆς, τὸν ὅσιο Δαυῒδ τὸ Γέροντα. Προεῖδε τὴν ἐκλογὴ τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου κκ Βαρθολομαίου στὸ μαρτυρικὸ Θρόνο τοῦ Φαναρίου καὶ τὶς δυσκολίες ποὺ προηγήθηκαν καὶ οἱ ὁποῖες ὑπερβάθηκαν μὲ ἐπιβεβαιωμένη θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τοῦ ὁσίου Δαυΐδ, μετὰ δὲ τὴν ἐκλογὴ δοξολόγησε τὸ Θεό.

Χιλιάδες κόσμου παρηγορήθηκαν στὸ πετραχήλι του, μιὰ πτυχὴ τῆς ἱερατικῆς διακονίας ὅπου φαινόταν καθαρὰ ἡ ἐπισκίαση τῆς θείας Χάριτος, ἡ ὁποία τοῦ χάριζε καὶ ἀνάλογα ζεύγη ὀφθαλμῶν κάθε φορὰ ποὺ ἔβλεπε μιὰ ψυχὴ νὰ προσέρχεται, ὥστε νὰ διακρίνει τὶ χρειάζεται. Μέχρι καὶ ὁ τρόπος ποὺ βάδιζε, ἔδειχνε μιὰ σωματικὴ ἐλαφρότητα ποὺ σὲ ἔκανε νὰ νομίζεις ὅτι δὲν πατάει στὴ γῆ κατὰ ὁρισμένες μαρτυρίες. Σημαντικὸ πολὺ εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐπεσήμανε σὲ κήρυγμά του, ὁ Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης Παῦλος, καὶ ἀφορᾶ σὲ ὅσους ἐκ τῶν Πατέρων ἀσχολούμεθα μὲ τὸ εὐαίσθητο θέμα τῆς διακονίας τῶν ψυχῶν ὡς ἐξομολόγοι-πνευματικοί: ποτὲ ὁ ἅγιος Ἰάκωβος δὲν χρησιμοποίησε τὴν ἔκφραση «πνευματικό μου παιδί», γνωρίζοντας προφανῶς καλύτερα ἀπὸ ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι ἐσχάτως κάνουμε κατὰ κανόνα κατάχρηση τοῦ ὅρου, ὡς «γέροντες» ἢ ὅ,τι ἄλλο, ὅτι τὰ παιδιὰ εἶναι πρωτίστως τοῦ Χριστοῦ, ὄχι δικά μας, καὶ τοῦτο ὀφείλουμε οἱ Πνευματικοὶ νὰ τὸ ζοῦμε, ὄχι ἁπλῶς νὰ τὸ γνωρίζουμε. Στὸ Χριστὸ νὰ τὰ στέλνουμε, ὄχι νὰ δημιουργοῦμε «στρατοὺς» τοῦ τάδε ἢ τοῦ δεῖνα «γέροντος» καὶ νοσηρὰ προσωποπαγῆ περιβάλλοντα ποὺ ταλανίζουν καὶ σχίζουν τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι διακονοῦμε.

Ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης Ἀντώνιος, γνωστὸς στὸ πανελλήνιο καὶ ὄχι μόνο, τόσο γιὰ τὴν ἁγιασμένη βιοτή του, ὅσο καὶ γιὰ τὴν μετ'ἐπιμελείας ἐξαντλητικὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων ἡ ὁποία ἔβγαινε καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ κηρύγματος μὲ πληθώρα παραπομπῶν, ἔλεγε κάποτε ὅτι σὲ διάρκειας δύο ὡρῶν συζήτηση μὲ τὸν Ἅγιο δὲν διεπίστωσε οὔτε ἕνα δογματικὸ λάθος. «Καὶ ἦταν φυσικό», συνέχισε ὁ δεσπότης, «διότι ζεῖ αὐτὰ ποὺ λέει καὶ τὰ πιστεύει ὁ Γέροντας».

Ἕνα ἀκόμη δῶρο τοῦ Θεοῦ στὴν ἐποχή μας, ἐποχὴ «λιμοῦ καὶ αὐχμοῦ» ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ ὁ Χρυσορρήμων, εἶναι ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, πορθμέας τοῦ φιλοκαλικοῦ ἤθους καὶ τοῦ ἀσκητικοῦ φρονήματος τῶν Χαμένων Πατρίδων, τῶν ὀροπεδίων καὶ ὑψιπέδων τῆς Καππαδοκίας, τὰ ὁποῖα συνόψισε στὸ πρόσωπό του ὁ Γέροντάς του καὶ ἀνάδοχός του στὸ ἅγιο Βάπτισμα, ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης. Ὁ ὅσιος Παΐσιος ἔγραψε τὸ βίο του τόσο γλαφυρά, ὥστε, ἐγνωσμένης γλωσσικῆς εὐαισθησίας καὶ διαίσθησης προσωπικότης χαρακτήρισε τὸ βιβλίο ὡς «τὸ καλύτερο πεζογράφημα τοῦ νεώτερου Ἑλληνισμοῦ».

Μὲ τὶς πυρακτωμένες εὐχές του στήριξε ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Χιλιάδες οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρῆκαν καταφύγιο στὴν καρδιά του καὶ τὶς σοφές του συμβουλές, ἀπὸ μακριὰ ἢ ἀπὸ κοντά. Ὅπως συνέβαινε κάποιες φορὲς καὶ μὲ τοὺς προαναφερθέντες ὁσίους, ἐθεᾶτο ταυτόχρονα σὲ ἄλλα μέρη (ἐνῶ βρισκόταν σωματικὰ στὸ Ἅγιον Ὄρος), γιὰ νὰ βοηθάει ἀνταποκρινόμενος σὲ αἰτήματα προσευχῶν ποὺ γίνονταν στὸ ὄνομά του. Πολλὲς φορὲς μάλιστα ἀποκάλυπτε τὶς ἐπεμβάσεις του στοὺς εὐεργετημένους ποὺ ἔρχονταν καὶ τὸν ἔβλεπαν!

Πονοῦσε γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ λαό της. Ἔψεγε τὴν ἔλλειψη αὐτοθυσίας, ἡρωισμοῦ καὶ πατριωτισμοῦ. Ἀνησυχοῦσε ἐπίσης γιὰ τὴν πορεία τῆς ἀνθρωπότητας, σὰν ἄνθρωπος μὲ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ τὸν ἀπασχολοῦσε λίγο ἐντονότερα τὸ θέμα τῶν Ἐσχάτων, ἴσως σὰν κρούση κινδύνου γιὰ μετάνοια τῶν ἀναισθήτων. Χαιρόταν ὅταν κάποιος, εἰδικὰ ὑποψήφιος Κληρικός, τοῦ ἔλεγε ὅτι πρόκειται νὰ ὑπηρετήσει τὴ στρατιωτική του θητεία. Τὸν εἴχαμε δεῖ νὰ ἀσπάζεται τὸ κεφάλι ἑνὸς τέτοιου νέου καὶ ἀκολούθως βιαστικὰ καὶ χαρούμενα νὰ τὸν σταυρώνει στὸ μέτωπο καὶ νὰ λέει: «μπράβο παλληκάρι μου», τρεῖς φορές. Συχνὲς εἶναι οἱ ἀναφορὲς ποὺ ἔκανε σὲ περιστατικὰ καὶ πρόσωπα κατὰ τὸ διάστημα τῆς στρατιωτικῆς του θητείας καὶ χρησιμοποιοῦσε περιστατικὰ ἀπὸ τὴ στρατιωτικὴ ζωὴ γιὰ νὰ περιγράψει φάσεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πχ τὴν προσευχὴ ὀνόμαζε «ἀσύρματο», τὸν προσευχόμενο «ἀσυρματιστὴ» καὶ γιὰ τὴν ἀνταπόκριση τοῦ Θεοῦ στὸ αἴτημά μας ἢ γιὰ τὴν ἀπουσία μετεωρισμοῦ, διάσπασης τοῦ νοῦ καὶ φαντασιῶν κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, χρησιμοποιοῦσε τὴ γνωστὴ ἀπὸ τὶς τηλεπικοινωνίες ἔκφραση «ἔπιασε γραμμή». Στὶς ἐπιστολές του ποὺ ἀπευθύνονταν κυρίως σὲ μοναχοὺς καὶ μοναχὲς δίνει ὁδηγίες ποὺ λαμβάνουν ὑπόψη τὸν χαρακτῆρα, τὴν ἰδιοσυγκρασία, τὴ σωματικὴ κράση τοῦ παραλήπτη, ὅπως καὶ τὶς κλιματικὲς συνθῆκες στὶς ὁποῖες ζεῖ. Μιλοῦσε καὶ γιὰ τὸ βιο-ρυθμὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἔδινε ὁδηγίες εἰδικότερα στοὺς ἀγρυπνοῦντες, ποὺ πρόδιδαν γνώση τῆς λειτουργίας τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου.

Πονοῦσε ἐπίσης καὶ γιὰ τὸ ἐκκοσμικευμένο φρόνημα ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν «τοῦ ὀγδόου αἰῶνος», ὅπου ὁ νόμος τῆς ἥσσονος προσπαθείας φαίνεται νὰ πρυτανεύει παντοῦ. Χωρὶς νὰ εἶναι Ἱερέας, ἔκαμε βαθύτατες πνευματικὲς τομὲς στὶς καλοπροαίρετες ψυχὲς ποὺ τὸν ἐμπιστεύονταν καὶ ἀκολούθως τὶς ἔστελνε σὲ Πνευματικοὺς στοὺς τόπους τους γιὰ νὰ ἐνταχθοῦν στὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἐνοριακὴ ζωή. Ἀγωνιστὴς στὴν ἀγρυπνία, στὴ σκληρὴ ἄσκηση καὶ αὐστηρότατος πρὸς τὸν ἑαυτό του, ἔβλεπε μὲ ἐπιείκεια τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη τῶν ἀδελφῶν καὶ μὲ ὄμορφο, φιλόκαλο τρόπο τοὺς διόρθωνε. Ἤθελε πάντοτε νὰ πηγαίνει κάτι στὴν Παναγία πχ ἕνα ματσάκι λουλούδια, προτοῦ προσευχηθεῖ στὴ χάρη της γιὰ ὅ,τι τὸν ἀπασχολοῦσε γιὰ νὰ «μὴν πηγαίνει μὲ ἄδεια χέρια», ὅπως ἔλεγε. Τόσο ζωντανὴ αἰσθανόταν τὴν παρουσία της.

Πατὴρ «παγκόσμιος» ὄντως ἀναδείχθηκε ὁ ἅγιος Παΐσιος ἀφοῦ μὲ τὴν ἐν Χριστῷ παρουσία του στήριξε ὅλους μας, εἰδικότερα σκεπάζοντας μὲ πατρικὴ καὶ μητρικὴ-θεομητροπρεπὴ ἀγάπη τοὺς ὡς καλάμους ὑπὸ ἀνέμων σαλευομένους ἀναγκαιοῦντας ἀδελφούς γιὰ νὰ μὴν τοὺς κρυσταλλώσει ὁ παγετὸς τοῦ κόσμου.

Ἀξίζει ὅμως ν' ἀναφερθοῦμε καὶ σ'ἕναν ἄλλο μεγάλον ἅγιο, ἀπὸ τὴ ρωσικὴ Ἐκκλησία αὐτὴ τὴ φορά, ἕναν ματωμένο καὶ «νεκραναστημένο» στὴν κυριολεξία ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἅγιο Λουκᾶ, ἐπίσκοπο Συμφερουπόλεως τῆς Κριμαίας καὶ θαυματουργό, ποὺ σχετικὰ πρόσφατα ἁγιοκατατάχθηκε κι αὐτὸς στὴ χορεία τῶν Ἁγίων μαρτύρων τῆς πίστεως, ἀφοῦ πρῶτα γράφτηκε στὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ λαοῦ μὲ ἀνεξίτηλο μελάνι, ὅπως ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Μοιάζουν μὲ ἐπιστολὲς τοῦ Χριστοῦ σὲ μᾶς οἱ Ἅγιοι, ποὺ τὶς διαβάζουμε καὶ Τὸν συναντοῦμε.

Τὸ μαρτύριό του ἄρχισε ἐντονότερο μετὰ τὴ χειροτονία του ὡς ἀρχιερέως, θαρρεῖς καὶ ἡ ἀρχιερατική του μίτρα ἐπεῖχε θέση ἀκάνθινου στεφάνου.

Φύση καλλιτεχνική, μὲ σπουδὲς στὴ ζωγραφικὴ, ἀλλὰ κατόπιν ἰατρὸς τῶν ἀνθρώπων, πρὶν καταστεῖ ποιμένας τῶν λογικῶν προβάτων, ἦταν δυνατὸς χαρακτήρας μὲ καλὴ σωματικὴ κράση καὶ ἔντονη προσωπικότητα. Παθιαζόταν μὲ τὸ δίκαιο, ὑποστήριζε τοὺς ἀδυνάτους καὶ μάλιστα δὲ δίσταζε νὰ καταδικάζει δημοσίως ἔκνομες ἐνέργειες τῶν ἀθέων, χειρουργοῦσε δὲ πάντοτε κάνοντας θερμὴ προσευχή καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἔνιωθε τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ νὰ τὸν ὀδηγεῖ καὶ νὰ τὸν κατευθύνει σὲ δύσκολες ἐπεμβάσεις. Ἐφηῦρε μεθόδους τοπικῆς ἀναισθησίας, κατέστη διδάκτωρ τῆς Ἰατρικῆς, ἀσχολήθηκε καθ' εἰδίκευση μὲ τὴ χειρουργικὴ ἀντιμετώπιση τῶν πυωδῶν τραυμάτων καὶ οἱ λεπτομερεῖς πίνακες ἀνατομίας ποὺ παρετίθεντο μέσα στὰ βιβλία του, ἦταν ἐπίσης δικά του ἔργα, ὡσὰν ὁ ζωγράφος καὶ καλλιτέχνης νὰ ὑπηρετοῦσαν τὸν ἰατρὸ καὶ οἱ τρεῖς μαζὶ μετά, νὰ συνδράμουν ἀλληλοπεριχωρούμενοι τὸν ἐπίσκοπο τοῦ Θεοῦ.

Τὸ νὰ ἀναφέρει κανεὶς τὸν ἐξοντωτικὸ πόλεμο ποὺ ὑπέστη ἀπὸ τὸ ἄθεο καθεστὼς, τὶς ἐξορίες, τὶς φυλακίσεις, τοὺς διωγμούς, ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ποὺ πολλὲς φορὲς κάτω ἀπὸ τὸ ρᾶσο τοῦ Κληρικοῦ εἶχε στὶς τάξεις της πράκτορες τοῦ καθεστῶτος παρέλκει, διότι εἶναι λίγο ὣς πολὺ γνωστά. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ ἀνθρώπινες καθ'ἑαυτὰς πλευρὲς τοῦ ἁγίου μας καὶ ὅλων τῶν ἁγίων.

Ἕνα γεγονὸς ποὺ εἶναι ἄκρως συγκινητικὸ καὶ ἀνθρώπινο καὶ ποὺ κάνει δάκρυα νὰ αὐλακώνουν τὶς αἰσθητὲς καὶ νοερὲς παρειές, εἶναι ὁ πνευματικὸς ἀδυσώπητος πόλεμος στὸν ὁποῖο βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ τὸν ἑαυτό του, ὅταν φάνηκε νὰ ἐλαττώνονται οἱ ψυχικές του ἀντοχές, νὰ κάμπτεται τὸ φρόνημά του καί, μετὰ ἀπὸ βασανιστικὲς ἀνακρίσεις πολλῶν ἡμερῶν, ὑποχωρώντας πρὸς στιγμὴν στὸν πειρασμὸ τῆς ἀπογνώσεως καὶ θέλοντας νὰ δώσει ἕνα τέλος στὰ βάσανά του, ἀποπειράθηκε νὰ αὐτοχειριαστεῖ (!) κόβοντας μὲ μαχαίρι τὶς καρωτίδες του. Ἀλλ' ὁ καλὸς Θεός, βλέποντας τὸν ἄξιο δοῦλο Του σὲ ἔσχατο κίνδυνο, τὸν ἐμπόδισε μὲ τὸν ἄνθρωπο τοῦ καθεστῶτος ὁ ὁποῖος τὸν φύλαγε καὶ τοῦ ὁποίου νόμιζε -ὁ ἅγιος- ὅτι θὰ διέλαθε τῆς προσοχῆς. Ὦ, τῶν σοφῶν σου κριμάτων Χριστέ! Ὦ, πόσο βαθιὰ ἀνθρώπινοι εἶναι οἱ ἅγιοί μας ἀκριβῶς γιατὶ εἶναι βαθιὰ ἔνθεοι! Ἀπὸ πόσο δύσκολες, ἀπερίγραπτες καταστάσεις περνᾶνε καὶ γιὰ τοῦτο μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν ἀποτελεσματικὰ ἔχοντας γνωρίσει τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια μαζὶ μὲ τὴ θεϊκὴ ἀντίληψη!

Ὁ ἅγιος δεσπότης, ἔχοντας τόσα περάσει, εἴτε ποιμαίνοντας, εἴτε νουθετώντας, εἴτε κηρύττοντας, χτυπημένος ἀπὸ πάμπολλες ἀντιξοότητες καὶ στὴν προσωπική, ἀλλὰ καὶ στὴν οἰκογενειακή του ζωή, ἀλλὰ μὲ τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ ἀμετάθετη ἐντός του, ἀποτελεῖ ἀσφαλὴ ὑπογραμμὸ γιὰ μᾶς. Δὲν ἔχασε κατὰ κανόνα ποτὲ τὴν αἴσθηση τοῦ ἀ π ε σ τ α λ μ έ ν ο υ ἀπὸ τὸ Θεὸ στὰ ἀπολωλότα πρόβατα, μ'ὅλες τὶς τρομερὲς ἀπογοητεύσεις μὲ τὶς ὁποῖες βρέθηκε ἀντιμέτωπος.

Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, τυφλὸς ἀπὸ τὶς ἐπιπλοκὲς τοῦ διαβήτη, ὑποφέροντας ἀπὸ καρδιακὴ ἀνεπάρκεια, αὐτοβιογραφεῖται καί, ἡ πιστή του γραμματέας Γιελένα Λάικφελντ καταγράφει καθ'ὑπαγόρευσιν τοῦ ἰδίου στὴ γραφομηχανὴ τὸ βίο του, ὁ ὁποῖος δὲν ἀποτελεῖ παρὰ ἕνα ταξίδι μέσα ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὶς φρικαλεότητες τῆς ἀθεΐας, πρὸς τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ ποὺ ὁ Χριστὸς ὡς Ἀγάπη ἀναμένει νὰ κλείσει τὴν Ἱστορία μας.

Ἀκριβῶς διότι ἔχουν περάσει ἀπὸ ὀδυνηρὴ περιτομὴ καρδίας οἱ Ἅγιοί μας, ἀνάμεσά τους καὶ οἱ τέσσερις βιογραφούμενοι σὲ ἁδρὲς γραμμὲς στὸ ἐφετινὸ ἐκκλησιαστικό μας ἡμερολόγιο, μποροῦν νὰ μᾶς μεταδώσουν κάτι, καὶ αὐτὸ εἶναι ὁ Χριστός «αὐτοπροσώπως», ὄχι τίποτε δικό τους γιατὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἶναι νεκροί, ἀλλὰ καὶ ἐκ νεκρῶν ζῶντες. Εἶναι ἡ ἀναστάσιμη χαρά. Ὁ καύσωνας, ὁ λίβας καὶ ἡ παγωνιὰ τῶν πειρασμῶν κατέκαυσαν ὅ,τι περιττὸ στὴ ζωή τους καὶ ἄφησαν τὰ αὐθεντικὰ ὑπόλοιπα τοῦ καθενὸς νὰ λάμπουν μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, λαμπικαρισμένα καὶ μεταμορφωμένα νὰ στέκουν μέσα στὴν ἀλήθειά τους. Σὲ αὐτοὺς τοὺς ὁλοζώντανους βοηθοὺς προστρέχουμε. Θὰ ἔτρεχε μήπως κανεὶς νὰ λάβει βοήθεια ἀπὸ κάποιον νεκρό;

Ἐκεῖνοι, ἐνῶ ζοῦσαν ἀνάμεσά μας, ἦταν ὅμοιοι σὲ ὅλα μὲ μᾶς, ἀλλὰ καὶ πολὺ διαφορετικοί, διότι «ἄφηναν τὰ κάτω, τὰ ἄνω ἐφρόνουν, τοῖς ἄνω συνάπτονταν ἐκεῖνα ἐννόουν».

Γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴ δική μας ἀγάπη.

Γιὰ νὰ ζήσει ὁ κόσμος.

Σιάτιστα